17 Ιανουαρίου 2020

Η ΕΥΦΥΙΑ ΘΑ ΕΚΔΙΚΗΘΕΙ

[Κριτική του "Ω", συντάκτη της στήλης "Διαβάζω τοίχους" στο λογοτεχνικό περιοδικό "Διαβάζω", στο τεύχος Ιουνίου 2006, για το μυθιστόρημα "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες"]

Άθελά μου, μιλώντας με ειλικρινή ενθουσιασμό για το βιβλίο αλλά και λόγω συγγένειας της υπόθεσης του έργου και της στήλης μου "Διαβάζω τοίχους" προκάλεσα την ανάθεση. Υπέκυψα όμως εύκολα στον πειρασμό, γιατί το μυθιστόρημα του Κάλιοση ήταν για μένα το καλύτερο βιβλίο από όλες τις κατηγορίες μυθοπλασίας, δοκιμίου, πρακτικών δικών και ρεπορτάζ που διάβασα για την τρομοκρατία, με ή χωρίς εισαγωγικά. Για να καλύψω δε τα αδιαμφισβήτητα κενά μου στην τέχνη της βιβλιοκριτικής, κατέφυγα σε ξένα δεκανίκια. 


Δύο άντρες, που ένα πρωί πάνε στην τράπεζα για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, γίνονται μάρτυρες της ληστείας που διαπράττει ο νεαρός Άλκης, ο πρωταγωνιστής. Υπό την απειλή της κοντόκανης καραμπίνας του καθίστανται ακούσιοι, αρχικά, συνεργοί του. Από την πρώτη στιγμή το Ειδικό Τμήμα Ληστειών της αστυνομίας, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και τα τηλεοπτικά κανάλια επιδίδονται σε ανηλεές κυνηγητό τους για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μοναδικά τους στοιχεία τα πολιτικά συνθήματα τα οποία έχει αναγράψει από πριν ο Άλκης σε διάφορα σημεία της πόλης, με στόχο να τους εμπλέξει σε ένα δαιδαλώδες παιχνίδι εναλλασσόμενων ρόλων γάτας - ποντικιού και να τους "οδηγήσει" στην αποκάλυψη των πραγματικών του κινήτρων μέσα από τη γελοιοποίηση και την ανάδειξη της ανικανότητάς τους ως πάνοπλων και υποτίθεται ακατανίκητων κατασταλτικών μηχανισμών. 

Το εύρημα των συνθημάτων - που το αρτικόλεξο τους αποκαλύπτει το κίνητρο και το όνομα του αντιεξουσιαστή ληστή, που οικογενειακά προέρχεται από τα σπλάχνα της άρχουσας τάξης - είναι ευφυές και από μόνο του γεννά εναλλακτικές δυνατότητες κινηματογραφικής πλοκής. 

Το ύφος του είναι απλό και καθημερινό, η γλώσσα του ζωντανή, ρέουσα, προσεγμένη και επιλεγμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσιδιάζει κατά το δυνατό στον κάθε ήρωα, αλλά ταυτόχρονα να συνάδει και στο ύφος του αφηγητή. Οι διάλογοι διέπονται από ικμάδα, η περιγραφή από παραστατικότητα και η αφήγηση από φαντασία και σαφήνεια. Υπάρχουν στιγμές που οι περιγραφές των καταστάσεων είναι παραληρηματικές και το γέλιο σου βγαίνει αβίαστα.

Η εξέλιξη της πλοκής είναι συμμετρική, δημιουργεί σασπένς και κατορθώνει να σου κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα. Υπήρχαν στιγμές που μου ερχόταν να πηδήξω κεφάλαια για να δω την εξέλιξη της συνέχειας μιας ενδιάμεσης φάσης.

Επειδή το κίνητρο και ο στόχος του πρωταγωνιστή είναι περισσότερο η προσωπική εκδίκηση των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, γι' αυτό και η λύση του δράματος είναι οπερετικού χαρακτήρα και τελικά κινείται εντός των ορίων του συστήματος, υπογραμμίζοντας ότι το ίδιο το σύστημα, όταν πρόκειται για τα δικά του παιδιά, μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι μεγαλόψυχο και να συγχωρεί. Από μια άλλη άποψη, το τέλος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "συνιστώμενο", αφού η ίδια η εξέλιξη της πλοκής αφήνει περιθώρια να φανταστεί ο καθένας το δικό του τέλος. Οι μυθιστορηματικοί του ήρωες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που απαντώνται σε όλη τη νεότερη ελληνική ιστορία από τον Εμφύλιο και μετά. Χαρακτήρες της καθημερινότητας που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τα ωφελιμιστικά όρια των προσωπικών τους οραμάτων και που, όταν οι συμπτώσεις τους σουτάρουν για κάποιο λόγο στο προσκήνιο της επικαιρότητας, μας κάνουν να πέφτουμε από τα σύννεφα. Τους μεταμορφώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη από φιλήσυχα, αδιάφορα πολιτικά υποκείμενα σε ευκαιριακούς "αδίστακτους τρομοκράτες", έτοιμους να τρομοκρατήσουν τους πραγματικούς επαγγελματίες τρομοκράτες, αυτούς που, ως επίσημοι κλειδοκράτορες του φόβου, τους τρομοκρατούν μια ζωή. 

Ο Κάλιοσης, με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου, κατορθώνει να περιγράψει το γιατί και το πώς κάποιοι, ξεκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και εμπειρίες ζωής, εξαναγκάζονται από τα γεγονότα και τις καταστάσεις να αποβάλουν τις αυταπάτες τους, να αποκτήσουν ξαφνικά μια αυτογνωσία που πριν δεν τη φαντάζονταν, να διεισδύουν στα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας αυτού που μέχρι πριν δεν γνώριζαν καν, να συνδεθούν μαζί του  συναισθηματικά και τελικά να οδηγηθούν σε έναν κοινό στόχο: Στην προσπάθεια μετάλλαξης ή έστω εκδίκησης αυτού που μέχρι πρότινος τους καταπίεζε μεν, τους βόλευε δε.

Χάρηκα δε, που και ο φίλος μου Δ.Π. κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα. Σε ένα από τα πολλά e-mail που ανταλλάξαμε μου έγραψε:
"Στο μικρόκοσμο του Κάλιοση η έννοια της ληστείας, όπως διαπράττεται με τους συγκεκριμένους τρεις πρωταγωνιστές, συμπίπτει με την έννοια της διασάλευσης και με την αναρχική σημασία της αταξίας. Όπως διαφαίνεται, σημασία δεν έχει τελικά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας αλλά η πράξη αυτή καθαυτή. Οι ήρωές του δεν συνευρίσκονται λόγω ιδεολογικής ταύτισης η εξαιτίας της κοινωνικής τους προέλευσης. Συνασπίζονται κυρίως, επειδή ετεροκαθορίζονται από κοινούς ταξικούς εχθρούς και μέσα από τη σύγκρουση μ' αυτούς οδηγούνται προς τη συλλογική τους αυτοπραγμάτωση. Με τη γλαφυρή και κωμική παρουσίαση της δράσης της αστυνομίας, της στάσης της Εκκλησίας και της λειτουργίας των ΜΜΕ, ο συγγραφέας κατορθώνει να γελοοιοποιήσει τους μηχανισμούς αντίδρασης των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων σε καταστάσεις κρίσης, να απομυθοποιήσει στο ευρύ κοινό τους φορείς της εξουσίας και συγχρόνως να τους απογυμνώσει από το ανθρωπιστικό τους περικάλυμμα."

Θα τολμούσα να προτείνω την υιοθέτηση του βιβλίου ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας, ιδιαίτερα στα νέα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, στις ιερατικές σχολές της Εκκλησίας της Ελλάδος και στις σχολές δημοσιογραφίας όλων των βαθμίδων. Επίσης είναι χρήσιμο δώρο στους βουλευτές μας...


  
                                                                                                            Του Ω


16 Ιανουαρίου 2020

ΧΩΡΙΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ

[Κριτική του Θανάση Σκαμνάκη στην Εφημερίδα "Πριν", στις 23 Ιουλίου 2006, για το μυθιστόρημα "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες"]

Είναι ένα απολαυστικό βιβλίο που διαβάζεται σχεδόν σαν τον Κώδικα Ντα Βίντσι Αλλά είναι απείρως πιο ουσιαστικό. Ποια είναι τα προτερήματα του βιβλίου; Είναι συναρπαστικό. Έχει μια ενδιαφέρουσα πλοκή που εξελίσσεται συστηματικά με όλες τις συνταγές ενός καλού αστυνομικού θρίλερ. Είναι εύστοχο κοινωνικά. Σχολιάζει με σοβαρότητα και σε βάθος την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας, των μέσων ενημέρωσης, της αναζήτησης του εντυπωσιασμού, την περιδίνηση γύρω από την αναζήτηση της προσωπικής επιτυχίας. Είναι καίριο πολιτικά, γιατί επικεντρώνει στο αδιέξοδο της σημερινής πολιτικής ζωής. 

Τα κύρια πρόσωπα είναι τρία. Ένας παλαίμαχος κομμουνιστής μαυροσκούφης του Άρη, διαγραμμένος από το κόμμα, σε υπαρξιακό και πολιτικό αδιέξοδο. Ένας αφελής και ανυποψίαστος μεροκαματιάρης, που δεν έχει μοίρα ούτε στον ήλιο ούτε στο σπίτι του ούτε στη δουλειά του, και έχει μόνη διέξοδο τον Ολυμπιακό. Και τέλος, ένας ευφυής νεαρός με μυστήρια προέλευση που θέλει να παίξει με την κοινωνία, τις τράπεζες και τον κατασταλτικό μηχανισμό. Ο τελευταίος αποφασίζει να ληστέψει μια τράπεζα. Οι άλλοι δύο μπλέκονται στη ληστεία από σύμπτωση, αλλά συμμετέχουν στη συνέχεια. Επιτέλους, ο πρώτος δίνει ξανά νόημα στη ζωή του. Επιτέλους, ο δεύτερος βρίσκει για μια φορά τον εαυτό του, να αντισταθεί, να ακουστεί, να εκδικηθεί τόσα χρόνια καταπίεση. Όλα αυτά ως υποκατάστατα πραγματικής δράσης και ζωής. 

Μέσα σ' αυτό το χαμό μπλέκονται οι φιλοδοξίες και η αμετροέπεια μιας δαιμόνιας ρεπόρτερ, που δίνει τα πάντα (και με κάποιες ταλαντεύσεις) για τη θεαματικότητα. Η σοβαρότητα και η ουσιαστική αναζήτηση ενός έξυπνου πλην περιθωριοποιημένου αστυνομικού. Η αγυρτεία ενός λαθρέμπορου και πρώην χίτη παπά. Σκληρή αναμέτρηση και σχόλιο για την αντιτρομοκρατία. Ίσως η πιο εύστοχη, αν και όχι άμεση, απάντηση στο όργιο της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2003. 

Όπως λέει ο γέρος κομμουνιστής στο τέλος "οι παλιοί μου διώκτες ήταν φρενιασμένοι και πίστευαν πραγματικά ότι κινδύνευαν από μένα. Αυτό τους καθιστούσε ανίσχυρους και ως ένα βαθμό ακόμα και συμπαθείς στα μάτια μου. Πάλευαν, βρε αδερφέ, για τη δική τους αλήθεια ή για το δικό τους ψέμα, δεν έχει σημασία. Αυτό από μόνο του είχε μια τιμιότητα. Ετούτοι εδώ, οι σημερινοί, είναι ευγενικοί μέχρι παρεξηγήσεως και έχουν πλήρη επίγνωση ότι είμαι παντελώς ακίνδυνος.  Ψυχρά και μεθοδικά σαν δηλητηριώδεις αράχνες υφαίνουν γύρω μου ένα ψέμα δολερό και επικίνδυνο, όχι τόσο για μένα, αλλά για όλους τους άλλους που το παρακολουθούν εκστατικοί, φοβούμενοι στ' αλήθεια ότι απειλούνται αυτοί και τα παιδιά τους  και τα παιδιά των παιδιών τους από έναν γέρο πρώην αμετανόητο κομμουνιστή και τωρινό αδίστακτο τρομοκράτη, ο οποίος έχει βαλθεί στο λίγο χρόνο που του απομένει να καταστρέψει τη χώρα, σπέρνοντας παντού τον φόβο και γαλουχώντας νέους τρομοκράτες". 

Το μυθιστόρημα είναι τόσο εύστοχο ώστε μπορούν να του συγχωρεθούν κάποιες αστοχίες στην εξέλιξη της δράσης και κάποιες αυθαιρεσίες που υποχρεώνεται να κάνει ο συγγραφέας προκειμένου να "δέσουν" τα γεγονότα. Και δεν αναφέρομαι στις εσκεμμένες και δικαιολογημένες υπερβολές στην εξέλιξη.

Και το πικρό σχόλιο για την τρομοκρατία έρχεται στο τέλος από την εξομολόγηση του πρωταγωνιστή. "Όλοι τα κατάφεραν εκτός από μένα. Αντί να γελοιοποιήσω τους εχθρούς μου, τους αναβάθμισα επιτρέποντάς τους να με εξαφανίσουν χωρίς να μπορέσω να αφήσω κανένα απολύτως στίγμα, ούτε καν αυτό του τρομοκράτη. Η απόλυτη ήττα! Προδότης και προδομένος μαζί!".

Μακάρι να είχαν την ίδια ευαισθησία και την ίδια ευστοχία και εκείνοι οι γνωστοί λογοτέχνες που αποπειράθηκαν, αλλά κατ' ουσίαν απέτυχαν, να διεισδύσουν στο περιεχόμενο και την ουσία της τρομοκρατίας, γιατί ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να εκμεταλλευτούν τη δημοσιότητα που πρόσφερε η υπόθεση της   "17 Νοέμβρη".



13 Ιανουαρίου 2020

ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ



[Κριτική του Γιώργου Δημητρακόπουλου στην Athens Voice, στις 21 Ιουνίου 2006, για το μυθιστόρημα "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες"]

Πόσα κοινά μπορεί να έχει ένας συνανταξιούχος αντιστασιακός με έναν αναρχικό που γεμίζει την πόλη με κρυπτογραφημένα συνθήματα; Και τι σχέση μπορεί να έχουν με έναν κακόμοιρο μικροαστό που κοιτά τη δουλειά του και τρέμει τη γυναίκα του; Πολύ περισσότερα από όσα μπορούσαν να φανταστούν. Και από όσα φοβόντουσαν. Όμως η ληστεία - εκδίκηση που σχεδίασε αριστοτεχνικά ο Βενιαμίν της παρέας Άλκης θα τους φέρει όλους κοντά. Έστω και συγκυριακά. Έστω και για λίγο. Για να τους αλλάξει τη ζωή. Τελείως. Ο γεροντότερος Λευτέρης το μόνο που μετρούσε μέχρι τη ληστεία ήταν η σύνταξή του. Ο οικογενειάρχης Σταύρος τις ώρες που βρισκόταν μακριά από την οικογένειά του και ο πιτσιρικάς, με το σπρέι στα χέρια και το μυαλό στην ουτοπία και την εκδίκηση, τις αντιφάσεις της ελληνικής πραγματικότητας.

Τη στιγμή που ο Άλκης βγάζει την κοντόκανη καραμπίνα για να αναταράξει, έστω για λίγο, τη θλιβερή κανονικότητα της έννομης τάξης, ο Λευτέρης, που περιμένει στην ουρά για τη σύνταξή του, αντί να πέσει όπως όλοι κάτω, στέκεται σαν υπνωτισμένος και βοηθά τον πιτσιρικά στη ληστεία. Το ίδιο αναγκάζεται να κάνει και ο Σταύρος, που του προσφέρει έκων άκων την ιδανική διαφυγή με το φορτηγάκι του και τη δεξιοτεχνική του οδήγηση. Ναι, αλλά τι σόι ληστές είναι αυτοί που χαρίζουν πακέτα από τη λεία τους σε αλλοδαπούς που τους καθαρίζουν τα τζάμια στο δρόμο; Και πώς βαφτίζονται σε χρόνο dt από τις τηλεδίκες τρομοκράτες; Με μόνο σκοπό την τηλεθέαση. Κάτι μου θυμίζει...

Μια αταίριαστη συμμορία τριών διαφορετικών γενιών και αντιλήψεων συνυπάρχει με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Σφιχτός ρυθμός, αβίαστο χιούμορ, δεκάδες απολαυστικοί χαρακτήρες στα όρια της καρικατούρας, ευφάνταστη πλοκή και αλληγορική ερμηνεία.

Ο Βαγγέλης Κάλιοσης χτίζει δεξιοτεχνικά τα πορτρέτα των τριών ηρώων του και μέσα από ένα διασκεδαστικό - ενίοτε σουρεαλιστικό - αλλά συνάμα αποκαλυπτικό τρόπο αναδεικνύει μία σειρά από ελληνικές φοβίες, υστερίες, σύνδρομα και στερεότυπα, για να στήσει την γκιλοτίνα της τάξης απέναντι σε κάθε δράση που σηκώνει κεφάλι και αμφισβητεί την κάθε μορφή εξουσίας.

Πάνω από όλα αναδεικνύει τα τρομολάγνα αισθήματα του μέσου κοινού, την ανάδειξη των ΜΜΕ σε δικαστική και εκτελεστική εξουσία, το κυνήγι του ρεκόρ θεαματικότητας, την προθυμία του θλιβερού Έλληνα να αποκηρύξει το γείτονά του "πέφτοντας από τα σύννεφα" για ένα λεπτό διασημότητας μέσα από τα μικρόφωνα των καναλιών, τη νομιμοποίηση της ηθικής του καταδότη. Και τελικά η αστυνομία κυνηγά τους ληστές ή την εικόνα τους, όπως αναρωτιέται ο αστυνόμος Πορφυρίου - απολαυστικός χαρακτήρας -, που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα μαυροκόκκινα συνθήματα του Άλκη.

Μια σειρά από αποκαλύψεις, μυστικά, κρυφές σχέσεις, απροσδόκητες συγγένειες, ανοιχτούς λογαριασμούς, εκδικήσεις, εκκρεμότητες και ανατροπές θέτουν λίγο πριν το τέλος την απάντηση στο ερώτημα "και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες;": θα πρέπει να τους εφεύρουμε. 


ΛΕΠΤΗ ΣΑΤΙΡΑ

[Κριτική της Γεωργίας Οικονομοπούλου στην City Αθήνας, στις 14 Ιουνίου 2006, για το μυθιστόρημα "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες"]


Είναι από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που έχω διαβάσει φέτος. Καλογραμμένο, σφιχτό, έξυπνο, γρήγορο, κινηματογραφικό, το πρώτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Κάλιοση βρίσκεται - θεωρώ - στην κορυφή των φετινών ευχάριστων εκπλήξεων στις ελληνικές εκδόσεις.

Με καθαρό μάτι και απαστράπτον χιούμορ, ο Κάλιοσης περιγράφει την ιστορία της απροσδόκητης συνάντησης τριών αντρών. Ο Λευτέρης, παλαίμαχος επαναστάτης, ο Σταύρος, ανυποψίαστος μικροαστός, και ο άλκης, ένας ασυμβίβαστος νεαρός, ορίζουν τις τρεις εν ζωή γενιές της σύγχρονης Ελλάδας. Συστήνονται στην τράπεζα. Γνωρίζονται στη ληστεία που ο Άλκης έχει οργανώσει - ή τουλάχιστον έτσι νομίζει - σε κάθε λεπτομέρεια. Ο Άλκης παίρνει τους άντρες μαζί του. Πολύ σύντομα παύουν να είναι όμηροι.

Σε μια μόλις πριν τη σύλληψη των μελών της 17Ν εποχή εκτυλίσσεται η ιστορία. Το φόντο είναι η Αθήνα, αλλά δεν ονομάζεται. Η πραγματικότητα που περιγράφεται είναι νεοελληνική. Η Αστυνομία θέλει πάση θυσία να συλλάβει τους ληστές που τη γελοιοποίησαν με τη θεαματική διαφυγή τους. Η Αντιτρομοκρατική ψάχνει για εξιλαστήρια θύματα. Η τηλεόραση και οι άνθρωποί της "παίζουν το θέμα" στα γνωστά μας μοτίβα. Η εκκλησία εμπλέκεται καταλυτικά. Η "αγία" ελληνική οικογένεια περιφέρεται βαυκαλιζόμενη στο μικρό της σύμπαν. Η σάτιρα του Κάλιοση είναι λεπτή.

Συγκροτημένος συγγραφέας ο Κάλιοσης δεν διατυμπανίζει την ικανότητα που αναμφίβολα διαθέτει. Τα στοιχεία είναι τοποθετημένα στην ιστορία με οικονομία. Ο συγγραφέας στέκεται απέναντι στους ήρωές του χωρίς να ευνοεί ή να υποτιμά κανέναν. Με την ίδια άνεση και προσοχή σκιτσάρει, επενδύει με στοιχεία προσωπικότητας και αναδεικνύει και τις τρεις γενιές, και τις τρεις νοοτροπίες. Τα σημεία όπου το μυθιστόρημα κάνει κοιλιά είναι αμελητέα. Η Ιστορία είναι ζωηρή, δεν πάσχει από επίφαση. Σημαντικό θεωρώ το γεγονός ότι σύστησα το βιβλίο σε ανθρώπους και μεγαλύτερης ηλικίας (των γενιών, ας πούμε, του Σταύρου και του Λευτέρη) και το αντιμετώπισαν εξίσου θετικά. Εξαιρετικά γοητευτικό βρήκα το σημείο όπου οι "Αθηναίοι" αρχίζουν να προσέχουν και να καταγράφουν τα συνθήματα στους τοίχους που άφησε ο Άλκης. Πολύ καλό ξεκίνημα για τον Βαγγέλη Κάλιοση. Το μόνο που με ανησυχεί --- είναι ο σκηνοθέτης που θα αποφασίσει να το κάνει ταινία (!).