17 Δεκεμβρίου 2019

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑ ΤΟ “ΤΣΙΠΑΚΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ”


[Από την παρουσίαση του μυθιστορήματος "Το Τσιπάκι της Γνώσης" στο Polis Art Café την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019]


Καταρχήν πρέπει να ευχαριστήσω τον κύριο Κάλιοση που με κάλεσε να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο –θα εξηγήσω γιατί- αλλά, πριν, να ξεκινήσω με μία διευκρίνιση παίρνοντας το νήμα απ’ την κυρία Λάζαρη. Δημοκρατία και αλήθεια. Ναι. Αλλά τι εννοεί κάποιος που μιλάει για δημοκρατία και αλήθεια περί δημοκρατίας. Αν εννοεί το σημερινό σύστημα, τότε, η αλήθεια περιέχει ένα μεγάλο ψέμα, που δε μπορεί να είναι συμβατό με την ίδια την πραγματικότητα την οποία περιγράφει. Διότι το επιχείρημα της αλήθειας ουσιαστικά μας πείθει ότι το σημερινό σύστημα είναι “δημοκρατικό” άρα, ευτυχισμένοι είμαστε, γιατί να πάμε σ’ ένα άλλο που θα είναι χειρότερο, γιατί δήθεν το επόμενο είναι το αυταρχικό καθεστώς.

Θα ήθελα επίσης να διευκρινίσω εξαρχής ότι στο μυθιστόρημα αυτό διατυπώνεται ένας αντίλογος σε όλη την κυρίαρχη οπτική που έχει να κάνει με την προσέγγιση της τεχνολογίας της επικοινωνίας σήμερα. Που ξεκίνησε απ’ τον Όργουελ και που, θεωρείται ότι είναι το μέγιστο κακό που θα κατατρύχει τον άνθρωπο και θα τον υποτάξει με όρους απόλυτης εξουσίας σε κάποιους ηγεμόνες. Το ενδιαφέρον δεν είναι ότι βάζουν στο επιχείρημα αυτό το… κάρο μπροστά απ’ το άλογο. Ότι δηλαδή θεωρούν πως το σύστημα που επινόησαν το 18ο αιώνα, για να μεταφέρουν τις κοινωνίες της φεουδαρχίας στη νεότερη εποχή της ελευθερίας –της ατομικής έστω ελευθερίας-, το θέλουν αναλλοίωτο δογματικά και στατικά ως εάν δεν πέρασε μια μέρα από πάνω του. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα όσα καινούργια γεννιόνται, ιδίως στο επίπεδο της τεχνολογίας, θέλουν να τα υποτάξουν στις προδιαγραφές αυτού του συστήματος. Αντί, δηλαδή, να σκεφθούν ότι πρέπει –αυτό υπηρέτησε ο Όργουελ και όλοι οι άλλοι- ότι πρέπει το σύστημα να το μεταφέρουν στην εποχή μας, για να υπηρετήσει τις καινούργιες συνθήκες, προσπαθούν να διερευνήσουν πώς το παράλληλο πολιτικό σύστημα που κινείται στο επίπεδο του τεχνοδικτύου ή διαδικτύου (όπως θέλετε πες τε το) θα υποταχθεί στους ηγεμόνες τους οποίους προσδιορίζει το σύστημα της απλής εκλόγιμης μοναρχίας.

Θέλω επίσης να κάνω μια προκαταρκτική διευκρίνιση. Ο ίδιος έχω μια απέχθεια προς τα μυθιστορήματα. Διότι, όταν κανείς διαβάζει ένα μυθιστόρημα, συνήθως είναι επικεντρωμένο σε ατομικές συμπεριφορές, σχέσεις ανθρώπινες και λοιπά, δηλαδή, στην καθημερινότητα του ανθρώπου που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά πράγματα, αλλά που αφήνει ανέγγιχτο το περιεχόμενο μέσα στο οποίο τοποθετείται το επιμέρους. Δηλαδή στην πραγματικότητα, αισθάνεται κανείς ευτυχής που διαβάζει ένα μυθιστόρημα, κοιμάται μετά ήσυχος, αλλά στην πραγματικότητα δεν αγγίζει την ουσία των προβλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι, τα μυθιστορήματα, αν τα δει κανείς ιστορικά, γεννήθηκαν εκεί που οι εξουσίες ήταν μακριά απ’ τον άνθρωπο. Μακριά απ’ τις κοινωνίες. Γεννήθηκαν στη ρωμαϊκή εποχή, στους ελληνιστικούς χρόνους, γεννήθηκαν στη νεότερη εποχή, όπου ηγεμονεύει ο ένας και οι ολίγοι, ποτέ όμως σε περιόδους δημοκρατίας. Διότι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να κοιμηθεί ευτυχισμένος με ό,τι διάβασε για την ολική σχέση του Α με τον Β και ούτω καθεξής. Ή με κάποια επιμέρους κοινωνικά προβλήματα. Είναι το μείζον που προέχει στη σκέψη των ανθρώπων.

Μια τελευταία επισήμανση, έχει να κάνει με τα μυθιστορήματα ή τα ιστορήματα γενικότερα, που αφορούν στο μέλλον· στη μελλοντολογία. Ό,τι και να διαβάσει κανείς -Τόφλερ ή οποιονδήποτε άλλον- θα διαπιστώσει ότι, αυτό που υπόσχεται να μας πει, είναι, όχι η μετάβαση σε μια άλλη εποχή –η κάθε εποχή ορίζεται απ’ το σύστημά της και τις αξίες της- αλλά, σ’ αυτά που θα εισφέρει η νέα εποχή για να λειτουργήσει μέσα στην παλαιά κατάσταση πραγμάτων. Εδώ λοιπόν, έχουμε μία διαφορετική αποτίμηση του μέλλοντος. Το θέμα τοποθετείται στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Αλλά, ο διάλογος που γίνεται, έχει ως αφετηρία το 2100. Έναν περίπου αιώνα μετά. Είναι ενδιαφέρον αυτό να το δει κανείς υπό προοπτική. Δηλαδή, διηγείται ουσιαστικά τα σημερινά, αλλά από μια απόσταση μελλοντολογίας. Και, σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να δει κανείς τα βασικά στοιχεία αυτής της εξέλιξης. Η κυρία Λάζαρη ανέφερε ορισμένα, τον πολίτη Α -έναν νεαρό ο οποίος ψάχνεται και ξαφνικά ερωτεύεται την κόρη του Κυβερνήτη και αναγκάζεται, προκειμένου να τη βρει, να γίνει ο αρχηγός της “ΚΥΠ” του Κυβερνήτη -, ο πολίτης Β –που είναι ένας αρνητής του εαυτού του για λόγους που μας εξηγεί κι οποίος επιστρέφει μετά από μια περίοδο για να αναλάβει έναν άλλο ρόλο σε τρία επίπεδα, ιντερνετικά, ραδιοφωνικά αλλά και με το βιβλίο που εκδίδει και, βεβαίως, τον Κυβερνήτη που μας αποδίδει το σύστημα της εξουσίας και τη λογική του μ’ έναν πολύ παραστατικό τρόπο ο κύριος Κάλιοσης, που αξίζει κανείς να σταθεί σ’ αυτό γιατί αποδίδει - σκιαγραφεί θα έλεγα καλύτερα - τα διάφορα επίπεδα λειτουργίας της πολιτικής εξουσίας, που έχει αυτή την αυτόματη λογική και την αυτονόητη λογική της εκλόγιμης μοναρχίας, που αναφέρεται στην κοινωνία αλλά που δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνία και, αυτό όλο το πλέγμα, αποτελεί μία θητεία θα έλεγα και μία μαθητεία στη σημερινή μας εποχή, γιατί αυτήν περιγράφει … ποιο είναι το σύστημα εξουσίας το οποίο έχουμε. 

Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που θα μας επιτρέψει να κοιμηθούμε ήσυχοι το βράδυ, γιατί οι ήρωες ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, βρέθηκε η μητέρα η οποία εξεδιώχθη (η γυναίκα του Κυβερνήτη), βρέθηκαν μεταξύ τους η κόρη του Κυβερνήτη με τον πολίτη Α και λοιπά. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι τι εγκαθιδρύθηκε τελικά, με αφετηρία έναν μικρό πυρήνα ανθρώπων … ο έβδομος ουρανός, οι Ουρανιστές απ’ τη μια μεριά και οι Ενθρονιστές απ’ την άλλη, -να προσέξετε [απευθύνεται αστειευόμενος στον συγγραφέα] διότι, οι Ουρανιστές τον 17ο αιώνα στη Γαλλία ήταν άλλοι και εξελίχθηκαν διαφορετικά μετά. Το «Τσιπάκι της Γνώσης», που αντιδιαστέλλεται με το «τσιπάκι της λήθης», την αρετή της εχεμύθειας ή της νομιμοποίησης και της νομιμοφροσύνης, είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν πρώτον το ποιος κατέχει τη γνώση, δεύτερον την τεχνολογία της γνώσης και πώς μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά ή ανατρεπτικά προς κάθε κατεύθυνση.

Όταν μου είπε ότι εμπνέεται από το έργο μου, απ’ την Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία, μου κίνησε την περιέργεια να δω πώς το βλέπει και πώς το εφαρμόζει. Πρέπει να σας πω ότι με εντυπωσίασε και το διάβασα απνευστί - που, όπως σας είπα δεν διαβάζω ποτέ μυθιστόρημα … δεν μπορώ δηλαδή … δεν το απορρίπτω, αλλά δεν μου πηγαίνει-. Απνευστί διότι, με αιφνιδίαζε κάθε φορά ευχάριστα και, πρέπει να πω ότι συνήγαγα στο τέλος πως με αποδίδει καλύτερα απ’ όσο αποδίδω εγώ τον εαυτό μου. Δεν υπερβάλω σ’ αυτό, γιατί το να κάνει κανείς θεωρία σε κάτι και να έρχεται κάποιος να εφαρμόζει βασικές αρχές αυτής της θεωρίας στην πράξη, μέσα από παραστατικά παραδείγματα ζωής, δηλαδή μιας καθημερινής λειτουργίας στη σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Και, εδώ ακριβώς, μπορεί κανείς να δει αυτή την πλοκή η οποία, όπως σας είπα, έχει ως κεντρικό πυρήνα αφενός την δομή της εξουσίας που την αναλύει με πολύ παραστατικό τρόπο σε όλες της τις εκφάνσεις και από την άλλη μεριά την ανάδυση ενός νέου φαινομένου που ξεκινάει από μια κοινή αμφισβήτηση, από τη λογική μιας ομάδας και καταλήγει να γίνει αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος. Αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος μέσα και από την ορθή χρήση της γνώσης που εμφυτεύεται στον εγκέφαλο των ανθρώπων. Και που, διαμορφώνουν κώδικες και λειτουργίες μεταξύ τους.

Ξέρετε, έχω γράψει κάπου ότι, η τεχνολογία θα είναι τέτοια, που, δεν θα χρειάζεται να ταξιδέψουμε στο Τόκιο για να κυκλοφορούμε, όντας στην Αθήνα, στο Τόκιο ως εάν να είμαστε εκεί. Το ίδιο σε όλα τα επίπεδα. Η τεχνολογία της επικοινωνίας είναι ένα φαινόμενο που έτσι και ξεκινήσει δεν τελειώνει ποτέ. Έχουμε δύο επίπεδα αυτής της τεχνολογίας που πρέπει να συγκρατήσουμε. Το πρώτο επίπεδο έχει να κάνει με τις υποδομές. Πρώτα έγιναν οι σιδηρόδρομοι, τα αεροπλάνα και πολλά άλλα. Το δεύτερο επίπεδο, είναι αυτό που συγκροτείται σήμερα. Που, είναι ουσιαστικά η μεταμόρφωση της φυσικής επικοινωνίας σε τεχνολογική επικοινωνία. Δηλαδή, η συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου δεν θα γίνεται στην πραγματικότητα μέσα από τις καθημερινές του σχέσεις –ήδη το ξέρουμε αυτό με τα face book και λοιπά- αλλά και σε επίπεδο συστήματος, θα συγκροτείται και θα λειτουργεί στην τεχνολογία της επικοινωνίας· στο τεχνοδίκτυο. Δε θα χρειάζεται να πηγαίνει στην Πνύκα, όπως πήγαιναν οι αρχαίοι Αθηναίοι, για να κάνουν διαβούλευση και να αποφασίσουν. Θα συναντιόνται, ο καθένας απ’ το σπίτι του ή όπου βρίσκεται, χωρίς να έχει καν υπολογιστή μπροστά του, χωρίς να έχει κινητό, με αυτό το «Τσιπάκι της Γνώσης» -δε μου αρέσει ο όρος «Τσιπάκι της Γνώσης» γιατί, μειώνει την αξία του- αλλά, θα βλέπει κανείς και θα επικοινωνεί είτε με τους πολίτες ενός συστήματος είτε μιας χώρας, μιας πολιτείας, είτε με τον κόσμο ολόκληρο χωρίς καν να βρίσκεται εκεί. Αυτά είναι στοιχεία που θα τα ζήσουν οι νεότεροι, αλλά που κινούνται με μία τρομακτική ταχύτητα προς το μέλλον. Αυτό λοιπόν είναι το καινούργιο στοιχείο το οποίο ο Κάλιοσης μας το τοποθετεί μέσα στο πραγματικό πεδίο μιας ομάδας και που διαχέεται στο σύνολο μιας ολόκληρης κοινωνίας. 

Και πού οδηγεί μέσα απ’ την καθολική γνώση; Στην ανατροπή, ουσιαστικά στην κατάρρευση, του κρατούντος πολιτικού συστήματος. Δηλαδή της εκλόγιμης μοναρχίας. Πρέπει να πω βεβαίως ότι, η έννοια της γνώσης –άλλωστε διευκρινίζεται πλήρως από τον Βαγγέλη τον Κάλιοση - είναι κάτι που εάν δεν το διευκρινίσει κανείς εξαρχής, κινδυνεύει να πέσει στη παγίδα των σημερινών ανθρώπων, αυτών που κατέχουν το σύστημα, οι οποίοι μιλάνε πάρα πολύ για την τεχνολογία της πληροφορίας. Γιατί μιλάνε για την πληροφορία; Γιατί, είναι άλλο πράγμα η πληροφορία, άλλο πράγμα η γνώση. Δε μιλάνε για την τεχνολογία της γνώσης αλλά της πληροφορίας. Γιατί, την θέλουν διαχειριστική του συστήματος. Η πληροφορία για το πώς θα επενδύσουμε ανάλογα με το τι γίνεται στο Τόκιο, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η πληροφορία για το τι γίνεται παντού και, για να ταξιδέψουμε ενδεχομένως, αλλά, η γνώση δεν προβάλλει ως πρώτο ζήτημα. Και το δεύτερο είναι ότι με αυτόν τον τρόπο θέλουν να αποκρύψουν απ’ τη σκέψη των ανθρώπων το μείζον. Δηλαδή, να δουν την τεχνολογία ως το νέο μέσον επικοινωνίας, άρα το νέο πεδίο πάνω στο οποίο θα συγκροτηθεί η πολιτεία για να λειτουργήσει. Πράγμα που με αυτόν τον τρόπο στην πραγματικότητα ο κοινωνικός άνθρωπος θα πάρει στα χέρια του το πολιτικό σύστημα και θα αποφασίζει αυτός αντί για να αποφασίζει ο ένας ή οι ολίγοι. Γιατί το διακύβευμα μέσα απ’ τη διαμαρτυρία, είναι ποιο; Ότι, διαδηλώνουμε την αντίρρησή μας στις πολικές που ακολουθούν οι άλλοι, σκεφτόμαστε στις εκλογές ότι πρέπει να ψηφίσουμε τον άλλον γιατί δε μας αρέσει αυτός, αλλά κανείς δεν αναλογίζεται -γιατί δεν εμπεριέχεται σ’ αυτή την προβληματική η λογική της εναλλακτικής πρότασης- κανείς δε σκέφτεται, “γιατί να μην είμαι εγώ εκείνος που θα αποφασίσω αφού ξέρω, και γι’ αυτό διαδηλώνω, τι πρέπει να γίνει” ή “γιατί, αντί να σκέφτομαι πώς θα εκλέξω τον έναν ή τον άλλον, να μην είμαι εγώ εκείνος ο οποίος θα αποφασίσει για τα κοινωνικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή μας”. Το ποιος επομένως έχει την ευθύνη της συλλογικότητας, κρίνει και το ποιος αποφασίζει για λογαριασμό της συλλογικότητας, άρα πόση ελευθερία ή μη ελευθερία έχει η κοινωνία. Γιατί το κριτήριο της ελευθερίας –σαφές στη διαδρομή του βιβλίου- είναι η αυτονομία. "Το μη άρχεσθαι υπό μηδενός", θα μας πει ο Αριστοτέλης. Δεν θα το πει, γιατί το εφηύρε αυτός, αλλά το μεταφέρει όπως το δίδασκε η δημοκρατία. Αυτό, λοιπόν, το μέτρο είναι που στην πραγματικότητα μας φέρνει αντιμέτωπους με την εποχή μας. 

Έχει και μία άλλη παράμετρο, που θέτει το ερώτημα: γιατί περίπου ογδόντα χρόνια ή εκατό χρόνια μετά, δεν διαδόθηκε; Και δίνει μια ωραία και ευφάνταστη ερμηνεία του πώς μπορεί το κρατούν σύστημα να απομονώνει και ν’ αφήνει μεν τους ανθρώπους  που εφηύραν τη δημοκρατία να την απολαμβάνουν, αλλά να μην επιτρέπουν να διαδίδεται, να μεταβάλλεται δηλαδή σε αξιακό σύστημα πέραν αυτού του μικρού και περιορισμένου χώρου. Αυτή, λοιπόν, η όλη λογική της σχέσης μεταξύ του ατόμου που είναι έξω απ’ τη συλλογικότητα και του ατόμου που εγγράφεται μέσα στη συλλογικότητα, είτε με αθέσμιτο τρόπο, όπως είναι η εν γένει δράση του πολίτη Α, του πολίτη Β και του ξωτικού (κόρη του Κυβερνήτη), μας δείχνει ότι ο άνθρωπος κατ’ αρχήν δεν χρειάζεται να είναι θεσμιμένος πολιτικά, ώστε να λειτουργεί με όρους συλλογικότητας, αρκεί να δομήσει το αξιακό του σύστημα, έτσι ώστε να σκέφτεται τον εαυτό του μέσα στο συλλογικό και να δρα, προκειμένου να το πραγματοποιήσει. Άρα να αναγκάσει και την όποια εξουσία να λειτουργήσει με τον ίδιο αυτό τρόπο. 

Η καθολική γνώση, λοιπόν, είναι μία γνώση η οποία μπορεί να χειραγωγηθεί από αυτόν που κατέχει την εξουσία και να ηγεμονεύσει, ή να ελεγχθεί από την κοινωνική συλλογικότητα και να λειτουργήσει απελευθερωτικά για τον άνθρωπο, για το σύνολο της κοινωνίας. Η κοινωνία ιδιώτης ή η κοινωνία εταίρος της συνολικής πολιτείας. Είναι ζητήματα που τα διαπραγματεύεται ο Βαγγέλης σε βάθος -κι ας έχει μυθιστορηματική μορφή- στην  πραγματικότητα ξεδιπλώνεται μέσα απ’ το έργο του μια φιλοσοφία του μέλλοντος και, στο πλαίσιο αυτό, μία αντίληψη για τη διαλεκτική σχέση που έχει η γνώση με την πολιτική ή με την κοινωνία. Πού την τοποθετεί και πώς αναπτύσσεται σε ένα γενικότερο περιβάλλον. Πώς μπορεί να οδηγήσει δηλαδή στη λήθη ή στη γνώση και στην απομυθοποίηση, στην κοινωνική συνοχή ή στη διάλυση και στην εξατομίκευση της κοινωνίας.

Πιστεύω ότι, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μιας ευανάγνωστης πρέπει να πω και πολύ καλής γλωσσικά διατύπωσης του όλου περιεχομένου του μυθιστορήματος, μπορεί κανείς να βρει μια ολόκληρη θεωρία για το μέλλον, που, μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από την ιδιωτικότητά του και να του επιτρέψει να σκέφτεται με τους όρους του συλλογικού, δηλαδή του πεδίου που εάν λειτουργεί υπέρ του κοινού συμφέροντος και ο ίδιος θα έχει την αντίστοιχη λειτουργία, δηλαδή την ευτυχία που μπορεί να δει όχι μόνο στο ατομικό -όπου μπορεί να λειτουργεί και να τρώει της σάρκες της συλλογικότητας- αλλά την καταξίωσή του μέσα στο συλλογικό γίγνεσθαι.
Ευχαριστώ, συγχαίρω και εύχομαι και στο επόμενο.
(Απομαγνητοφώνηση: Ελένη Ξένου)