30 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΑΠΗΧΕΙ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ, ΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΥ ΠΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ, ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ

 [Το κείμενο της ομιλίας του Κωνσταντίνου Δούνα* στην παρουσίαση του βιβλίου "Το Τσιπάκι της Γνώσης" στο Polis Art Cafe στις 08/12/2019



Από την εμφάνιση της η  λογοτεχνία, έχει διπλή ιδιότητα ως μέρος των καλών τεχνών και ως δύναμη κοινωνικής επιρροής. Κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτιστικοί παράγοντες την επηρεάζουν και ταυτόχρονα επηρεάζονται από αυτήν. Συνεπώς έχει μια λειτουργικότητα με την κοινωνία.    
Το εν λόγω μυθιστόρημα κατατάσσεται στην κατηγορία της πολιτικής λογοτεχνίας. Το διαφορετικό που αποπνέει στο αναγνώστη δεν είναι απλά μια ευχαρίστηση μέσα από περιγραφές συναισθηματικού περιεχομένου ή κριτικής στα κακώς κείμενα για να ικανοποιήσει/εκτονώσει το θυμικό. Αλλά να προβληματίσει και να κινητοποιήσει τον αναγνώστη αφυπνίζοντας το “πολιτικό DNA που είναι εγγεγραμμένο στο υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας και να αιτηθεί την αλλαγή του πολιτικού συστήματος ως βασική αιτία των κακώς κειμένων και όχι απλά την αλλαγή κυβέρνησης.
Η ταυτόχρονη αλληλεπίδραση μεταξύ λογοτεχνίας και κοινωνίας είναι εμφανής και κατά την περίοδο του ρομαντισμού αλλά και του ρεαλισμού. Στο ρομαντισμό δινόταν έμφαση στο συναίσθημα και στην κριτική της μονόπλευρης κυριαρχίας της λογικής και των επιστημών. Ο φιλελευθερισμός στην λογοτεχνία αναδείκνυε τον συνδυασμό του αλλόκοτου με το τραγικό ή το έξοχο, απαγορευμένα στον κλασικισμό ως κάτοχο της  απόλυτης αλήθειας της ζωής. Στην περίοδο του ρεαλισμού έχουμε την λεγόμενη στρατευμένη τέχνη που διαπερνά το σύνολο των καλών τεχνών, άρα και την λογοτεχνία που υπηρετεί τις ιδεολογίες της εποχής. Και τα δύο ρεύματα συνδέονται με την περίοδο της μετάβασης από την δουλοπαροικία προς τον ανθρωποκεντρισμό με επίκεντρο στον δυτικό κόσμο την ατομική ελευθερία και στον ανατολικό την ισότητα. Μετά από μία πορεία δύο αιώνων, αν θεωρήσουμε ως κομβικό σημείο της μετάβασης την Γαλλική επανάσταση για την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών, που είναι η πρώτη φάση της ανθρωποκεντρικής περιόδου, ολοκληρώνεται σε μεγάλο βαθμό με την πτώση του ανατολικού μπλοκ και την πτώση των δικτατοριών στη νότια Ευρώπη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘80. Κατ’ επέκταση και σε πλανητική διάσταση με διαβαθμίσεις ανάλογα με το ιστορικό χρόνο εισόδου που κάθε χώρα προσέρχεται στον ανθρωποκεντρισμό.
Οι συνιστώσες για τον τρόπο που λειτουργεί ένα λογοτεχνικό έργο στον αναγνώστη κατά κύριο λόγο είναι οι χαρακτήρες, η πλοκή και οι συνειρμοί που δημιουργούνται. Οι χαρακτήρες που αποκαλύπτονται από τις σελίδες του βιβλίου και η πλοκή που διαδραματίζεται απηχούν καταστάσεις και συμπεριφορές που συνέχονται με τα φαινόμενα που ζούμε σήμερα, τροφοδοτούνται με νέα γνωσιολογικά στοιχεία και δημιουργούν συνειρμούς που επηρεάζουν την σκέψη και το συναίσθημα του αναγνώστη σε μία κατεύθυνση που τον ωθεί να υπερβεί το πεδίο της κριτικής, των πραγμάτων/φαινομένων και να εισαχθεί στο πεδίο των απαντήσεων. Υπό αυτή την έννοια βρίσκεται στον αντίποδα άλλων λογοτεχνικών έργων που ασκούν έντονη κριτική αλλά με τα ίδια γνωσιολογικά εργαλεία και μεθόδους του υπάρχοντος συστήματος, ικανοποιούν το συναίσθημα αγανάκτησης, εκτονώνουν το θυμικό  και το εγκλωβίζουν στις συνθήκες του σήμερα, χωρίς να αλλάζουν τον τρόπο του σκέπτεσθαι. Εν κατακλείδι, πράττουμε κατά το πώς αισθανόμαστε αλλά και τον τρόπο που σκεπτόμαστε.
Ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών δεδομένων το παρόν συγγραφικό έργο είναι άμεσα επηρεασμένο από την περίοδο που διανύουμε. Μία περίοδος με την οποία κλείνει ένας κύκλος μεγάλης ιστορικής διαδρομής του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι. Ορισμένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στο βιβλίο είναι: (α) η αδυναμία του πολιτικού συστήματος της εποχής να διαχειριστεί την αυτονόμηση της οικονομίας που συγκροτείται ως σύστημα αγορών και με όχημα τις νέες τεχνολογίες αξιώνει κυριαρχία στο πολιτικό πεδίο, επεκτείνεται οριζόντια μέσα στις κοινωνίες των κρατών-εθνών υποβαθμίζοντας την εξουσιαστική ισχύ του κράτους-συστήματος, (β) επακόλουθο είναι η ανισοκατανομή του παγκόσμιου πλούτου υπέρ των ολίγων έχοντας συνεχώς αυξητικές τάσεις, πράγμα που θα παράγει συνεχόμενες διαρθρωτικές κρίσεις στο οικονομικό πεδίο που θα αντανακλώνται άμεσα στο πολιτικό, (γ) στο ιδεολογικό πεδίο το σύστημα αγορών προωθεί/επιβάλει την ενιαία σκέψη για την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας με σκοπό την απώθηση της από την συμμετοχή της στην λήψη των αποφάσεων ως ετέρου του πολιτικού συστήματος και την παραμονή του στην ιδιώτευση, στην καλύτερη περίπτωση εν ήδη οπαδού, (δ) αλλαγή του στάτους των διακρατικών σχέσεων μέσα από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις με συνεχώς κλιμακούμενη ένταση που επηρεάζουν/εισέρχονται στις εσωτερικές σχέσεις/καταστάσεις των κρατών-εθνών, (ε) οι πολίτες αποστασιοποιούνται βαθμιαία από τα πολιτικά κόμματα (όχι από την πολιτική) απορρίπτουν τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο και αρνούνται την μέχρι τώρα χειραγώγηση τους. Κατανοούν ότι η διαπλοκή/διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο του υπάρχοντος συστήματος.Το μεγαλύτερο μέρος βρίσκεται σε κατάσταση λειτουργικού μετεωρισμού και ένα μικρό μέρος αναζητά το "κάτι άλλο" πέρα από τα παραδοσιακά ρεύματα της νεοτερικότητας (φιλελευθερισμού – σοσιαλισμού).
Αξίζει να αναφερθούμε σε ορισμένους σημαντικούς χαρακτήρες που λαμβάνουν χώρα στην πλοκή του μυθιστορήματος διευκρινίζοντας ότι το "Τσιπάκι" δεν συμβολίζει τον "κατασκευασμένο άνθρωπο" αλλά την σχέση του με τις νέες τεχνολογίες και την αξιοποίηση τους. Η αναφορά στον ραδιοφωνικό σταθμό και στην δημοσιογραφική ιδιότητα δεν υπονοεί ότι τα ΜΜΕ θα είναι ο μοχλός της αλλαγής αλλά ο αγωγός γνωστοποίησης και η πηγή τροφοδότησης για τη διεργασία κατανόησης/δημιουργίας της γνώσης.
Οι νέες τεχνολογίες δεν είναι από μόνες τους καλές ή κακές, αλλά ο τρόπος πρόσληψης και η χρήση τους είναι που τους προσδίδουν θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις ελίτ και τους μηχανισμούς εξουσίας για την χειραγώγηση των κοινωνιών, αλλά έχουν το περιθώριο να χρησιμοποιηθούν και από τις κοινωνίες για την χειραφέτηση τους. Ένα ανάλογο παράδειγμα από το παρελθόν είναι η εφεύρεση της τυπογραφίας που υποστηρίχθηκε από την καθολική εκκλησία, όντας εξουσιαστικός θεσμός, όχι μόνο θρησκευτικός αλλά και πολιτικός (διάδοση της βίβλου κ.α.), ώστε να διατηρεί την χειραγώγηση των κοινωνιών. Αξιοποιήθηκε όμως από τον Λούθηρο για την δημιουργία της προτεσταντικής εκκλησίας, καθώς και από τον διαφωτισμό για την κατάλυση της φεουδαρχίας. Κατά ανάλογο τρόπο και σήμερα οι νέες τεχνολογίες που αξιοποιούνται από τις ελίτ μπορούν να αξιοποιηθούν και από τις κοινωνίες για την χειραφέτηση τους. Η πρόσληψη των νέων τεχνολογιών ως σκοπός και όχι ως μέσο συνεπάγεται την ταύτιση τους (μέσου και σκοπού). Επιβάλλεται από την κυρίαρχη ιδεολογία των ελίτ ως άθρησκη θρησκεία με σκοπό την πνευματική καθήλωση της κοινωνίας και τον εγκλωβισμό της στα όρια του υπάρχοντος συστήματος για την διατήρηση της κυριαρχίας τους. Οι Ουρανιστές τις προσέλαβαν και τις αξιοποίησαν ως μέσο για την επίτευξη του προτάγματος τους που ήταν η πολιτειακή αλλαγή.
Η μυστική λειτουργία των Ουρανιστών δεν παραπέμπει στην συνωμοτική οργάνωση μιας πεφωτισμένης ομάδας, που θα αναλάβει να αντικαταστήσει τον κυβερνήτη της πόλης, αλλά στον τρόπο που λειτουργεί η διάχυση της γνώσης, όταν συναντάται με τις κοινωνικές ανάγκες και την απαιτούμενη ωρίμανση της κοινωνίας για να προσανατολιστεί στο «κάτι άλλο». Ενοποιεί την κοινωνία σε κοινό γνωσιολογικό και αξιακό πεδίο, διαμορφώνει ισχυρή κοινωνική συνείδηση/βούληση περί του προτάγματος που θέτει, πράγμα που δημιουργεί ισχυρή συνεκτικότητα δράσης της κοινωνίας για την πραγματοποίηση του. Η διάχυση της γνώσης στις κατάλληλες συνθήκες έχει το ιδίωμα να υποκινεί διεργασίες στην αλλαγή του τρόπου σκέψεις χωρίς να κάνει «θόρυβο» και να προσλαμβάνεται από τα κυβερνητικά "ραντάρ" δημοσκόπους, αναλυτές κ.λπ..
Το πρόταγμα της αλλαγής πολιτικού συστήματος και όχι αλλαγής κυβέρνησης επιτάσσει την αλλαγή του τρόπου σκέψης περί της πολιτικής (γνωσιολογικό και αξιακό) έναντι των παραδοσιακών κινητοποιήσεων για επί μέρους θέματα (αναμφισβήτητα σημαντικά) που εγκλωβίζονται στο πρόταγμα για την αλλαγή κυβέρνησης. Οι Ουρανιστές απέρριψαν ως ψευδαίσθηση την λογική ότι ο παραδοσιακός τρόπος των κινητοποιήσεων για την διεκδίκηση/υπεράσπιση των δικαιωμάτων θα μετασχηματιστεί σε πρόταγμα αλλαγής του πολιτικού συστήματος. Κατανόησαν ότι πρέπει να λειτουργήσουν πέρα από την «ζώνη ασφαλείας» που διατείνεται ότι παρέχει το υπάρχον πολιτικό σύστημα πέραν της οποίας υπάρχει δήθεν ή ο ολοκληρωτισμός ή η αναρχία. Διαμόρφωσαν τα αναγκαία εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία που αντιστοιχούσαν στο πρόταγμα της πολιτειακής αλλαγής και δεν εγκλωβίστηκαν στην υιοθέτηση αυτών του κυρίαρχου συστήματος με σκοπό την αλλαγή του (η απόρριψη της ψευδαίσθησης), που στην πραγματικότητα το υπηρετεί μέσα από την - στην καλύτερη περίπτωση - κυβερνητική αλλαγή.
Επένδυση στην αρμονία του λογικού και του θυμικού. Έδωσαν «τρόπο» στο θυμικό και δεν ενσωματώθηκαν στην απαίτηση του "εδώ και τώρα" κάποιοι να κάνουν το καλό. Οι διεργασίες αλλαγής τρόπου σκέψης μετέβαλαν την αξιακή αναφορά από το κάποιοι άλλοι "να κάνουν το καλό" (δίκην οπαδού) στο "να είμαι συμμέτοχος" στην πραγματοποίηση του ως θεσμικά συστατικό μέρος του πολιτικού συστήματος και όχι ως πολιτειακά εξωθεσμικός διαμαρτυρόμενος. Επέλεξαν τον δύσκολο δρόμο για την αλλαγή του τρόπου πολιτικής σκέψης  και άρα αναβάθμισης του γνωσιολογικού και αξιακού υποβάθρου της κοινωνίας και των ίδιων, μη ενδίδοντας στον αίτημα της πνευματικής οκνηρίας, που απαιτεί να τα κατανοήσει στο επίπεδο της ανεπαρκούς και στρεβλής πολιτικής αντίληψης και γνώσης. Η προσπάθεια για την πολιτειακή αλλαγή απαιτεί κόπο και όχι κόλπο. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η επιστροφή του δημοσιογράφου που εγκαταλείπει την ανάδειξη των σκανδάλων ως τρόπο/μέθοδο για την αφύπνιση της κοινωνίας και επιδίδεται στην δημιουργία θεμελιακών προϋποθέσεων. Υποδηλώνει ταυτόχρονα την ωρίμανση του θυμικού και όχι την απόσειση του. Δεν εγκαταλείπει τον σκοπό, αλλά αναπροσαρμόζει/εναρμονίζει το θυμικό στην σχέση του με την λογική.      
Ο σχεδιασμός ως απόρροια της αλλαγής του τρόπου σκέψης και όχι ως προϋπόθεση της. Με πνευματική διαύγεια και ψυχική ενσυναίσθηση αφιερώθηκαν/καταπιάστηκαν με τις θεμελιακές προϋποθέσεις και στην συνέχεια η ωρίμανση του προτάγματος ως ισχυρή κοινωνική βούληση παρήγαγε και τον κατάλληλο σχεδιασμό. Η αναζήτηση προτάσεων στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος οδηγεί στον εξωραϊσμό του και όχι στην αλλαγή του. Τα ερωτήματα/αιτήματα "τι προτείνεις να κάνουμε τώρα;", "εδώ καιγόμαστε και μας λες θεωρίες", "πρακτικά τι θα κάνουμε;" "αυτά που λες μπορούν να γίνουν σήμερα;" απηχούν τον εγκλωβισμό της σκέψης (γνωσιολογικά και αξιακά) στην ζώνη ασφαλείας που μας έχουν ορίσει οι κυρίαρχες ελίτ. Όταν ωριμάσει το αίτημα για πολιτειακή αλλαγή, δηλαδή ο τρόπος που  σκεπτόμαστε και κατ’ επέκταση η θέση που βλέπουμε/κατανοούμε τα πράγματα, τότε οι λύσεις θα γίνουν και κατανοητές και εφικτές. "Τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα όταν έρθει η ώρα της" (Βίκτωρ Ουγκώ). 
Εν κατακλείδι, το μυθιστόρημα απηχεί τα δεδομένα της εποχής μας, ενός κύκλου που κλείνει, και τα στοιχεία μιας νέας εποχής που αναδύεται. Απαιτεί αυτό που λέει ο Άλβιν Τόφλερ "να μάθουμε να ξεμάθουμε για να ξαναμάθουμε".

* Ο Κωνσταντίνος Δούνας είναι Οικονομολόγος

17 Δεκεμβρίου 2019

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑ ΤΟ “ΤΣΙΠΑΚΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ”


[Από την παρουσίαση του μυθιστορήματος "Το Τσιπάκι της Γνώσης" στο Polis Art Café την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019]


Καταρχήν πρέπει να ευχαριστήσω τον κύριο Κάλιοση που με κάλεσε να μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο –θα εξηγήσω γιατί- αλλά, πριν, να ξεκινήσω με μία διευκρίνιση παίρνοντας το νήμα απ’ την κυρία Λάζαρη. Δημοκρατία και αλήθεια. Ναι. Αλλά τι εννοεί κάποιος που μιλάει για δημοκρατία και αλήθεια περί δημοκρατίας. Αν εννοεί το σημερινό σύστημα, τότε, η αλήθεια περιέχει ένα μεγάλο ψέμα, που δε μπορεί να είναι συμβατό με την ίδια την πραγματικότητα την οποία περιγράφει. Διότι το επιχείρημα της αλήθειας ουσιαστικά μας πείθει ότι το σημερινό σύστημα είναι “δημοκρατικό” άρα, ευτυχισμένοι είμαστε, γιατί να πάμε σ’ ένα άλλο που θα είναι χειρότερο, γιατί δήθεν το επόμενο είναι το αυταρχικό καθεστώς.

Θα ήθελα επίσης να διευκρινίσω εξαρχής ότι στο μυθιστόρημα αυτό διατυπώνεται ένας αντίλογος σε όλη την κυρίαρχη οπτική που έχει να κάνει με την προσέγγιση της τεχνολογίας της επικοινωνίας σήμερα. Που ξεκίνησε απ’ τον Όργουελ και που, θεωρείται ότι είναι το μέγιστο κακό που θα κατατρύχει τον άνθρωπο και θα τον υποτάξει με όρους απόλυτης εξουσίας σε κάποιους ηγεμόνες. Το ενδιαφέρον δεν είναι ότι βάζουν στο επιχείρημα αυτό το… κάρο μπροστά απ’ το άλογο. Ότι δηλαδή θεωρούν πως το σύστημα που επινόησαν το 18ο αιώνα, για να μεταφέρουν τις κοινωνίες της φεουδαρχίας στη νεότερη εποχή της ελευθερίας –της ατομικής έστω ελευθερίας-, το θέλουν αναλλοίωτο δογματικά και στατικά ως εάν δεν πέρασε μια μέρα από πάνω του. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα όσα καινούργια γεννιόνται, ιδίως στο επίπεδο της τεχνολογίας, θέλουν να τα υποτάξουν στις προδιαγραφές αυτού του συστήματος. Αντί, δηλαδή, να σκεφθούν ότι πρέπει –αυτό υπηρέτησε ο Όργουελ και όλοι οι άλλοι- ότι πρέπει το σύστημα να το μεταφέρουν στην εποχή μας, για να υπηρετήσει τις καινούργιες συνθήκες, προσπαθούν να διερευνήσουν πώς το παράλληλο πολιτικό σύστημα που κινείται στο επίπεδο του τεχνοδικτύου ή διαδικτύου (όπως θέλετε πες τε το) θα υποταχθεί στους ηγεμόνες τους οποίους προσδιορίζει το σύστημα της απλής εκλόγιμης μοναρχίας.

Θέλω επίσης να κάνω μια προκαταρκτική διευκρίνιση. Ο ίδιος έχω μια απέχθεια προς τα μυθιστορήματα. Διότι, όταν κανείς διαβάζει ένα μυθιστόρημα, συνήθως είναι επικεντρωμένο σε ατομικές συμπεριφορές, σχέσεις ανθρώπινες και λοιπά, δηλαδή, στην καθημερινότητα του ανθρώπου που μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά πράγματα, αλλά που αφήνει ανέγγιχτο το περιεχόμενο μέσα στο οποίο τοποθετείται το επιμέρους. Δηλαδή στην πραγματικότητα, αισθάνεται κανείς ευτυχής που διαβάζει ένα μυθιστόρημα, κοιμάται μετά ήσυχος, αλλά στην πραγματικότητα δεν αγγίζει την ουσία των προβλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι, τα μυθιστορήματα, αν τα δει κανείς ιστορικά, γεννήθηκαν εκεί που οι εξουσίες ήταν μακριά απ’ τον άνθρωπο. Μακριά απ’ τις κοινωνίες. Γεννήθηκαν στη ρωμαϊκή εποχή, στους ελληνιστικούς χρόνους, γεννήθηκαν στη νεότερη εποχή, όπου ηγεμονεύει ο ένας και οι ολίγοι, ποτέ όμως σε περιόδους δημοκρατίας. Διότι, δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να κοιμηθεί ευτυχισμένος με ό,τι διάβασε για την ολική σχέση του Α με τον Β και ούτω καθεξής. Ή με κάποια επιμέρους κοινωνικά προβλήματα. Είναι το μείζον που προέχει στη σκέψη των ανθρώπων.

Μια τελευταία επισήμανση, έχει να κάνει με τα μυθιστορήματα ή τα ιστορήματα γενικότερα, που αφορούν στο μέλλον· στη μελλοντολογία. Ό,τι και να διαβάσει κανείς -Τόφλερ ή οποιονδήποτε άλλον- θα διαπιστώσει ότι, αυτό που υπόσχεται να μας πει, είναι, όχι η μετάβαση σε μια άλλη εποχή –η κάθε εποχή ορίζεται απ’ το σύστημά της και τις αξίες της- αλλά, σ’ αυτά που θα εισφέρει η νέα εποχή για να λειτουργήσει μέσα στην παλαιά κατάσταση πραγμάτων. Εδώ λοιπόν, έχουμε μία διαφορετική αποτίμηση του μέλλοντος. Το θέμα τοποθετείται στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Αλλά, ο διάλογος που γίνεται, έχει ως αφετηρία το 2100. Έναν περίπου αιώνα μετά. Είναι ενδιαφέρον αυτό να το δει κανείς υπό προοπτική. Δηλαδή, διηγείται ουσιαστικά τα σημερινά, αλλά από μια απόσταση μελλοντολογίας. Και, σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να δει κανείς τα βασικά στοιχεία αυτής της εξέλιξης. Η κυρία Λάζαρη ανέφερε ορισμένα, τον πολίτη Α -έναν νεαρό ο οποίος ψάχνεται και ξαφνικά ερωτεύεται την κόρη του Κυβερνήτη και αναγκάζεται, προκειμένου να τη βρει, να γίνει ο αρχηγός της “ΚΥΠ” του Κυβερνήτη -, ο πολίτης Β –που είναι ένας αρνητής του εαυτού του για λόγους που μας εξηγεί κι οποίος επιστρέφει μετά από μια περίοδο για να αναλάβει έναν άλλο ρόλο σε τρία επίπεδα, ιντερνετικά, ραδιοφωνικά αλλά και με το βιβλίο που εκδίδει και, βεβαίως, τον Κυβερνήτη που μας αποδίδει το σύστημα της εξουσίας και τη λογική του μ’ έναν πολύ παραστατικό τρόπο ο κύριος Κάλιοσης, που αξίζει κανείς να σταθεί σ’ αυτό γιατί αποδίδει - σκιαγραφεί θα έλεγα καλύτερα - τα διάφορα επίπεδα λειτουργίας της πολιτικής εξουσίας, που έχει αυτή την αυτόματη λογική και την αυτονόητη λογική της εκλόγιμης μοναρχίας, που αναφέρεται στην κοινωνία αλλά που δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνία και, αυτό όλο το πλέγμα, αποτελεί μία θητεία θα έλεγα και μία μαθητεία στη σημερινή μας εποχή, γιατί αυτήν περιγράφει … ποιο είναι το σύστημα εξουσίας το οποίο έχουμε. 

Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που θα μας επιτρέψει να κοιμηθούμε ήσυχοι το βράδυ, γιατί οι ήρωες ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, βρέθηκε η μητέρα η οποία εξεδιώχθη (η γυναίκα του Κυβερνήτη), βρέθηκαν μεταξύ τους η κόρη του Κυβερνήτη με τον πολίτη Α και λοιπά. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι τι εγκαθιδρύθηκε τελικά, με αφετηρία έναν μικρό πυρήνα ανθρώπων … ο έβδομος ουρανός, οι Ουρανιστές απ’ τη μια μεριά και οι Ενθρονιστές απ’ την άλλη, -να προσέξετε [απευθύνεται αστειευόμενος στον συγγραφέα] διότι, οι Ουρανιστές τον 17ο αιώνα στη Γαλλία ήταν άλλοι και εξελίχθηκαν διαφορετικά μετά. Το «Τσιπάκι της Γνώσης», που αντιδιαστέλλεται με το «τσιπάκι της λήθης», την αρετή της εχεμύθειας ή της νομιμοποίησης και της νομιμοφροσύνης, είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν πρώτον το ποιος κατέχει τη γνώση, δεύτερον την τεχνολογία της γνώσης και πώς μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά ή ανατρεπτικά προς κάθε κατεύθυνση.

Όταν μου είπε ότι εμπνέεται από το έργο μου, απ’ την Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία, μου κίνησε την περιέργεια να δω πώς το βλέπει και πώς το εφαρμόζει. Πρέπει να σας πω ότι με εντυπωσίασε και το διάβασα απνευστί - που, όπως σας είπα δεν διαβάζω ποτέ μυθιστόρημα … δεν μπορώ δηλαδή … δεν το απορρίπτω, αλλά δεν μου πηγαίνει-. Απνευστί διότι, με αιφνιδίαζε κάθε φορά ευχάριστα και, πρέπει να πω ότι συνήγαγα στο τέλος πως με αποδίδει καλύτερα απ’ όσο αποδίδω εγώ τον εαυτό μου. Δεν υπερβάλω σ’ αυτό, γιατί το να κάνει κανείς θεωρία σε κάτι και να έρχεται κάποιος να εφαρμόζει βασικές αρχές αυτής της θεωρίας στην πράξη, μέσα από παραστατικά παραδείγματα ζωής, δηλαδή μιας καθημερινής λειτουργίας στη σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Και, εδώ ακριβώς, μπορεί κανείς να δει αυτή την πλοκή η οποία, όπως σας είπα, έχει ως κεντρικό πυρήνα αφενός την δομή της εξουσίας που την αναλύει με πολύ παραστατικό τρόπο σε όλες της τις εκφάνσεις και από την άλλη μεριά την ανάδυση ενός νέου φαινομένου που ξεκινάει από μια κοινή αμφισβήτηση, από τη λογική μιας ομάδας και καταλήγει να γίνει αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος. Αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος μέσα και από την ορθή χρήση της γνώσης που εμφυτεύεται στον εγκέφαλο των ανθρώπων. Και που, διαμορφώνουν κώδικες και λειτουργίες μεταξύ τους.

Ξέρετε, έχω γράψει κάπου ότι, η τεχνολογία θα είναι τέτοια, που, δεν θα χρειάζεται να ταξιδέψουμε στο Τόκιο για να κυκλοφορούμε, όντας στην Αθήνα, στο Τόκιο ως εάν να είμαστε εκεί. Το ίδιο σε όλα τα επίπεδα. Η τεχνολογία της επικοινωνίας είναι ένα φαινόμενο που έτσι και ξεκινήσει δεν τελειώνει ποτέ. Έχουμε δύο επίπεδα αυτής της τεχνολογίας που πρέπει να συγκρατήσουμε. Το πρώτο επίπεδο έχει να κάνει με τις υποδομές. Πρώτα έγιναν οι σιδηρόδρομοι, τα αεροπλάνα και πολλά άλλα. Το δεύτερο επίπεδο, είναι αυτό που συγκροτείται σήμερα. Που, είναι ουσιαστικά η μεταμόρφωση της φυσικής επικοινωνίας σε τεχνολογική επικοινωνία. Δηλαδή, η συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου δεν θα γίνεται στην πραγματικότητα μέσα από τις καθημερινές του σχέσεις –ήδη το ξέρουμε αυτό με τα face book και λοιπά- αλλά και σε επίπεδο συστήματος, θα συγκροτείται και θα λειτουργεί στην τεχνολογία της επικοινωνίας· στο τεχνοδίκτυο. Δε θα χρειάζεται να πηγαίνει στην Πνύκα, όπως πήγαιναν οι αρχαίοι Αθηναίοι, για να κάνουν διαβούλευση και να αποφασίσουν. Θα συναντιόνται, ο καθένας απ’ το σπίτι του ή όπου βρίσκεται, χωρίς να έχει καν υπολογιστή μπροστά του, χωρίς να έχει κινητό, με αυτό το «Τσιπάκι της Γνώσης» -δε μου αρέσει ο όρος «Τσιπάκι της Γνώσης» γιατί, μειώνει την αξία του- αλλά, θα βλέπει κανείς και θα επικοινωνεί είτε με τους πολίτες ενός συστήματος είτε μιας χώρας, μιας πολιτείας, είτε με τον κόσμο ολόκληρο χωρίς καν να βρίσκεται εκεί. Αυτά είναι στοιχεία που θα τα ζήσουν οι νεότεροι, αλλά που κινούνται με μία τρομακτική ταχύτητα προς το μέλλον. Αυτό λοιπόν είναι το καινούργιο στοιχείο το οποίο ο Κάλιοσης μας το τοποθετεί μέσα στο πραγματικό πεδίο μιας ομάδας και που διαχέεται στο σύνολο μιας ολόκληρης κοινωνίας. 

Και πού οδηγεί μέσα απ’ την καθολική γνώση; Στην ανατροπή, ουσιαστικά στην κατάρρευση, του κρατούντος πολιτικού συστήματος. Δηλαδή της εκλόγιμης μοναρχίας. Πρέπει να πω βεβαίως ότι, η έννοια της γνώσης –άλλωστε διευκρινίζεται πλήρως από τον Βαγγέλη τον Κάλιοση - είναι κάτι που εάν δεν το διευκρινίσει κανείς εξαρχής, κινδυνεύει να πέσει στη παγίδα των σημερινών ανθρώπων, αυτών που κατέχουν το σύστημα, οι οποίοι μιλάνε πάρα πολύ για την τεχνολογία της πληροφορίας. Γιατί μιλάνε για την πληροφορία; Γιατί, είναι άλλο πράγμα η πληροφορία, άλλο πράγμα η γνώση. Δε μιλάνε για την τεχνολογία της γνώσης αλλά της πληροφορίας. Γιατί, την θέλουν διαχειριστική του συστήματος. Η πληροφορία για το πώς θα επενδύσουμε ανάλογα με το τι γίνεται στο Τόκιο, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η πληροφορία για το τι γίνεται παντού και, για να ταξιδέψουμε ενδεχομένως, αλλά, η γνώση δεν προβάλλει ως πρώτο ζήτημα. Και το δεύτερο είναι ότι με αυτόν τον τρόπο θέλουν να αποκρύψουν απ’ τη σκέψη των ανθρώπων το μείζον. Δηλαδή, να δουν την τεχνολογία ως το νέο μέσον επικοινωνίας, άρα το νέο πεδίο πάνω στο οποίο θα συγκροτηθεί η πολιτεία για να λειτουργήσει. Πράγμα που με αυτόν τον τρόπο στην πραγματικότητα ο κοινωνικός άνθρωπος θα πάρει στα χέρια του το πολιτικό σύστημα και θα αποφασίζει αυτός αντί για να αποφασίζει ο ένας ή οι ολίγοι. Γιατί το διακύβευμα μέσα απ’ τη διαμαρτυρία, είναι ποιο; Ότι, διαδηλώνουμε την αντίρρησή μας στις πολικές που ακολουθούν οι άλλοι, σκεφτόμαστε στις εκλογές ότι πρέπει να ψηφίσουμε τον άλλον γιατί δε μας αρέσει αυτός, αλλά κανείς δεν αναλογίζεται -γιατί δεν εμπεριέχεται σ’ αυτή την προβληματική η λογική της εναλλακτικής πρότασης- κανείς δε σκέφτεται, “γιατί να μην είμαι εγώ εκείνος που θα αποφασίσω αφού ξέρω, και γι’ αυτό διαδηλώνω, τι πρέπει να γίνει” ή “γιατί, αντί να σκέφτομαι πώς θα εκλέξω τον έναν ή τον άλλον, να μην είμαι εγώ εκείνος ο οποίος θα αποφασίσει για τα κοινωνικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή μας”. Το ποιος επομένως έχει την ευθύνη της συλλογικότητας, κρίνει και το ποιος αποφασίζει για λογαριασμό της συλλογικότητας, άρα πόση ελευθερία ή μη ελευθερία έχει η κοινωνία. Γιατί το κριτήριο της ελευθερίας –σαφές στη διαδρομή του βιβλίου- είναι η αυτονομία. "Το μη άρχεσθαι υπό μηδενός", θα μας πει ο Αριστοτέλης. Δεν θα το πει, γιατί το εφηύρε αυτός, αλλά το μεταφέρει όπως το δίδασκε η δημοκρατία. Αυτό, λοιπόν, το μέτρο είναι που στην πραγματικότητα μας φέρνει αντιμέτωπους με την εποχή μας. 

Έχει και μία άλλη παράμετρο, που θέτει το ερώτημα: γιατί περίπου ογδόντα χρόνια ή εκατό χρόνια μετά, δεν διαδόθηκε; Και δίνει μια ωραία και ευφάνταστη ερμηνεία του πώς μπορεί το κρατούν σύστημα να απομονώνει και ν’ αφήνει μεν τους ανθρώπους  που εφηύραν τη δημοκρατία να την απολαμβάνουν, αλλά να μην επιτρέπουν να διαδίδεται, να μεταβάλλεται δηλαδή σε αξιακό σύστημα πέραν αυτού του μικρού και περιορισμένου χώρου. Αυτή, λοιπόν, η όλη λογική της σχέσης μεταξύ του ατόμου που είναι έξω απ’ τη συλλογικότητα και του ατόμου που εγγράφεται μέσα στη συλλογικότητα, είτε με αθέσμιτο τρόπο, όπως είναι η εν γένει δράση του πολίτη Α, του πολίτη Β και του ξωτικού (κόρη του Κυβερνήτη), μας δείχνει ότι ο άνθρωπος κατ’ αρχήν δεν χρειάζεται να είναι θεσμιμένος πολιτικά, ώστε να λειτουργεί με όρους συλλογικότητας, αρκεί να δομήσει το αξιακό του σύστημα, έτσι ώστε να σκέφτεται τον εαυτό του μέσα στο συλλογικό και να δρα, προκειμένου να το πραγματοποιήσει. Άρα να αναγκάσει και την όποια εξουσία να λειτουργήσει με τον ίδιο αυτό τρόπο. 

Η καθολική γνώση, λοιπόν, είναι μία γνώση η οποία μπορεί να χειραγωγηθεί από αυτόν που κατέχει την εξουσία και να ηγεμονεύσει, ή να ελεγχθεί από την κοινωνική συλλογικότητα και να λειτουργήσει απελευθερωτικά για τον άνθρωπο, για το σύνολο της κοινωνίας. Η κοινωνία ιδιώτης ή η κοινωνία εταίρος της συνολικής πολιτείας. Είναι ζητήματα που τα διαπραγματεύεται ο Βαγγέλης σε βάθος -κι ας έχει μυθιστορηματική μορφή- στην  πραγματικότητα ξεδιπλώνεται μέσα απ’ το έργο του μια φιλοσοφία του μέλλοντος και, στο πλαίσιο αυτό, μία αντίληψη για τη διαλεκτική σχέση που έχει η γνώση με την πολιτική ή με την κοινωνία. Πού την τοποθετεί και πώς αναπτύσσεται σε ένα γενικότερο περιβάλλον. Πώς μπορεί να οδηγήσει δηλαδή στη λήθη ή στη γνώση και στην απομυθοποίηση, στην κοινωνική συνοχή ή στη διάλυση και στην εξατομίκευση της κοινωνίας.

Πιστεύω ότι, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μιας ευανάγνωστης πρέπει να πω και πολύ καλής γλωσσικά διατύπωσης του όλου περιεχομένου του μυθιστορήματος, μπορεί κανείς να βρει μια ολόκληρη θεωρία για το μέλλον, που, μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο από την ιδιωτικότητά του και να του επιτρέψει να σκέφτεται με τους όρους του συλλογικού, δηλαδή του πεδίου που εάν λειτουργεί υπέρ του κοινού συμφέροντος και ο ίδιος θα έχει την αντίστοιχη λειτουργία, δηλαδή την ευτυχία που μπορεί να δει όχι μόνο στο ατομικό -όπου μπορεί να λειτουργεί και να τρώει της σάρκες της συλλογικότητας- αλλά την καταξίωσή του μέσα στο συλλογικό γίγνεσθαι.
Ευχαριστώ, συγχαίρω και εύχομαι και στο επόμενο.
(Απομαγνητοφώνηση: Ελένη Ξένου)



10 Δεκεμβρίου 2019

ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΜΑΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΓΝΩΣΗ


 [Το κείμενο της ομιλίας του Κωστή Γωγιού* στην παρουσίαση του βιβλίου "Το Τσιπάκι της Γνώσης" στο Polis Art Cafe στις 08/12/2019]
 
Όταν κάποια στιγμή, μέσω του BoemRadio, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Βαγγέλη Κάλιοση «Το τσιπάκι της Γνώσης», δεν ήξερα τι να περιμένω. Το εξώφυλλο αινιγματικό με στίχους, κώδικες υπολογιστών, λέξεις όπως «ουρανιστές» και «ενθρονιστές», φράσεις στα αγγλικά και τα ελληνικά. Τα λόγια του συγγραφέα ακόμα πιο αινιγματικά, να αναφέρουν ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα πολιτικής, επιστημονικής και ερωτικής φαντασίας. 

Η υπόθεση του βιβλίου είμαι σίγουρος ότι θα αναφερθεί αρκετές φορές σήμερα, οπότε θα προσπαθήσω να μην σας κουράσω με μακροσκελείς αναφορές. Φαντάζομαι βέβαια ότι ποτέ κανένας ομιλητής δεν ξεκίνησε με τη φράση «θα σας κουράσω απόψε», αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Ο Πολίτης Α ερωτεύεται την κόρη του Κυβερνήτη, ή αλλιώς Ξωτικό, και ευτυχώς αυτό είναι αμοιβαίο. Ο Κυβερνήτης είναι ο εκλεγμένος δημοκρατικά ηγέτης της πόλης, ο οποίος όμως χρησιμοποιεί κάθε μέσο που απαιτείται για να συνεχίσει να διατηρεί τη θέση του στην εξουσία.

Η κόρη του Κυβερνήτη είναι ο άνθρωπος που δεν θα ήθελες για παιδί σου αν ήσουν η διεφθαρμένη εξουσία. Είναι η συνείδηση σου που βαθιά κοιμισμένη κάνει απέλπιδες προσπάθειες να ξυπνήσει από το κώμα, με οποιαδήποτε ορθογραφία κι αν επιλέξετε να το γράψετε. Ο Πολίτης Β είναι ένας πρώην σκανδαλοθήρας δημοσιογράφος, ο οποίος μετά από ένα διάστημα απουσίας, επανέρχεται στο προσκήνιο, με εντελώς διαφορετικό όμως ρόλο. Όλα αυτά τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους, όταν το «τσιπάκι της γνώσης» από προνόμιο των λίγων γίνεται κτήμα των πολλών. Το τσιπάκι της γνώσης σου προσφέρει όλη τη γνώση του κόσμου και σου επιτρέπει να βλέπεις τα πράγματα, γνωρίζοντας τα πάντα.

     Η πλοκή του βιβλίου βοηθάει τον συγγραφέα να πάρει τον αναγνώστη από το χέρι και να τον οδηγήσει σε ένα ταξίδι σε έναν κόσμο μελλοντικό, δυστοπικό, αλλά και ίσως πολύ κοντινό. Τα ερωτήματα που τίθενται μέσα από τις λέξεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών είναι πολλά και οι απαντήσεις δίνονται, αλλά ενοχλούν. Ενοχλούν γιατί πρέπει να ξεβολευτούμε, να σκεφτούμε και κυρίως να πράξουμε. Γιατί η κοινωνία που περιγράφεται στο βιβλίο μπορεί να παρουσιάζεται ως διαφορετική, αλλά είναι η δική μας. Πόση δημοκρατία έχουμε σήμερα; Πόσο συμμετέχουμε εμείς σε αυτή τη δημοκρατία; Πόσο μπορούμε να επηρεάσουμε τις αποφάσεις αυτών που μας κυβερνούν; Είναι η Εξουσία αναγκαία; Μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς εξουσία; Μπορεί να εφαρμοσθεί η πραγματική δημοκρατία και πως;

Η εφεύρεση του τσιπ της γνώσης επιτρέπει στο συγγραφέα να θέσει ερωτήματα για την αναγκαιότητα της γνώσης και κατά πόσο η καθολική γνώση είναι ικανή να αλλάξει τον κόσμο. Η σχέση του Κυβερνήτη με το Ξωτικό και οι μεταξύ τους συζητήσεις, αλλά και η σαφής πρόθεση του Ξωτικού να αμφισβητήσει την εξουσία (του) φέρνουν στο μυαλό την Αντιγόνη με τον Κρέοντα. Υπάρχει άλλωστε σαφής αντιπαραβολή της κοινωνίας μας από την μία πλευρά, όπου τα παιδιά των κυβερνώντων, όχι μόνο δεν εναντιώνονται στους γονείς, αλλά κυβερνάνε με τη σειρά τους και της κοινωνίας του βιβλίου, από την άλλη, όπου το Ξωτικό δείχνει με κάθε τρόπο την αντίθεση του στις πρακτικές του πατέρα του.

Οι ήρωες του βιβλίου, με πολλές περισσότερες διαστάσεις από την χάρτινη πλευρά τους, σκέφτονται, αμφισβητούν την εξουσία, διεκδικούν, συνεργάζονται, κάνουν δηλαδή όλα αυτά που έχουμε ξεχάσει να κάνουμε εμείς. Η πρόταση του βιβλίου είναι το πέρασμα από την παρούσα δημοκρατία, στην κανονική δημοκρατία. Ο τρόπος που έχει επιλέξει ο συγγραφέας δεν είναι η προπαγάνδιση των ιδεών του, αλλά η λογική κατάληξη σε αυτές με έναν τρόπο που θυμίζει την Σωκρατική μαιευτική. Όλες οι αντιρρήσεις και οι δεύτερες σκέψεις που μπορεί να είχες θα εκφραστούν και θα συζητηθούν μεταξύ των πρωταγωνιστών, καταλήγοντας όχι στα συμπεράσματα του συγγραφέα, αλλά στα δικά σου συμπεράσματα. Δεν υπάρχει κάποιος που σου δείχνει το σωστό δρόμο, υπάρχει κάποιος που φροντίζει να σου δείξει τους δρόμους και να σε βοηθήσει να κάνεις τη σωστή επιλογή.

Η γραφή του Βαγγέλη Κάλιοση είναι περίτεχνη, αλλά προσιτή και όχι πομπώδης. Φιλοσοφικές έννοιες με την μορφή συμβολισμών, οικονομικά και κοινωνικά μοντέλα, έννοιες όπως η Εξουσία, η Ελευθερία, το Κράτος αναμειγνύονται και με βασικό συστατικό την δράση μέσα από την αφήγηση, δημιουργούν το μείγμα του βιβλίου. Και ο Έρωτας; Πώς εμπλέκεται σε όλα αυτά; Είναι απλώς η κλωτσιά για να ξετυλιχτεί το κουβάρι της ιστορίας του βιβλίου; Όχι, ο έρωτας είναι πολλά παραπάνω. Είναι «ορμή ατομικής χειραφέτησης και ταυτόχρονα συγκολλητική ουσία κάθε υγιούς συλλογικότητας», όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας. Οι ζωντανές περιγραφές και σκηνές, αλλά και οι ήρωες που έχει πλάσει βοηθούν τον αναγνώστη να δημιουργήσει εικόνες, να ταυτιστεί και να γευτεί στο ίδιο του το πετσί την αδικία, την απογοήτευση αλλά και τη μεθυστική γεύση της νίκης. 

Στο δικό μου κεφάλι και σίγουρα στη δική μου βιβλιοθήκη, το «Τσιπάκι της Γνώσης» έχει τη θέση που του αρμόζει και του αξίζει, δίπλα στο «1984» του Όργουελ και στον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» του Χάξλεϋ. Οι δυστοπικές κοινωνίες του μέλλοντος δεν παρουσιάζονται για να τρομάξουν, παρουσιάζονται για να προειδοποιήσουν και να προλάβουν καταστάσεις. Είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε τη σημερινή κοινωνία με ή χωρίς γνώση. Είναι στο χέρι μας να μην σνομπάρουμε τους Έλληνες συγγραφείς. Είναι στο χέρι μας να διαβάσουμε πραγματικά το βιβλίο του πολυσχιδούς Βαγγέλη Κάλιοση και να πάρουμε όλα αυτά που έχει να μας δώσει, χωρίς παρωπίδες, αλλά με ανοιχτό μυαλό.

Και για να κλείσω, το πρόβλημα με το τσιπάκι της γνώσης είναι ένα: Ότι δεν είναι η επιστημονική φαντασία που υπόσχεται στο οπισθόφυλλο, αλλά η πραγματικότητα που πλησιάζει καλπάζουσα.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας

*Ο Κωστής Γωγιός είναι Συγγραφέας και Ραδιοφωνικός Παραγωγός