18 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΟ "ΦΑΝΤΑΣΜΑ" ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΠΛΑΝΑΤΑΙ, ΑΛΛΑ ...


[ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ “ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ    ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ” ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΗ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΥΣΗ]
 
            Βαρέθηκα τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια να ακούω και να διαβάζω στωικούς αφορισμούς του τύπου «η μαρξική σκέψη ξόφλησε» ή «ο μαρξισμός δεν έχει πια τίποτα να μας πει». Ακόμη χειρότερα σιχάθηκα την αλαζονικά τελεσίδικη απόφανση των φιλελεύθερων αστών διανοουμένων και πολιτικών και των συγκεχυμένων οπαδών τους ότι ο καπιταλισμός νίκησε, ότι οι λογαριασμοί της ανθρωπότητας με την ιστορία έκλεισαν και πως το μόνο που μας μένει είναι να αφεθούμε μακάριοι στη δίνη του ιλιγγιώδους καπιταλιστικού στροβίλου αποδεχόμενοι εκ των ων ουκ άνευ, σαν απόρροια της αναπόδραστης λειτουργίας ενός φυσικού νόμου, τη θέση που θα μας επιφυλάξει στον ιεραρχικό και προοδευτικά στεγανοποιημένο ταξικό του παράδεισο. Εκείνο όμως που μου έχει προκαλέσει πραγματική θλίψη είναι η ετερόδοξη στάση της αριστεράς παγκοσμίως που είτε υιοθέτησε μια ηττοπαθή ενδοτικότητα μεταλλασσόμενη χωρίς καν να το καταλαβαίνει σ’ αυτό που πολεμούσε είτε έσκυψε με ευαγγελική προσήλωση πάνω από το φέρετρο του υπαρκτού σοσιαλισμού προσμένοντας, σε μια κατάσταση μεταφυσικής – ή μήπως αφύσικης – έκστασης, την ανάστασή του.
            Απέναντι σε όλη αυτή την καλογυαλισμένη μιζέρια ο Γιώργος Ρούσης επιμένει να αρθρώνει έναν ρωμαλέο ουσιωδώς αριστερό λόγο, αιρετικό κατά πολλούς και κυρίως τους οπαδούς της κομματικής ορθοδοξίας, ατενίζοντας κριτικά τόσο τους κλασικούς του μαρξισμού όσο και τους εξέχοντες των θεωρητικών τους επιγόνων, και παροτρύνει χωρίς περιστροφές σε αφύπνιση ό,τι θεωρεί αυτονόητο υποκείμενο της επαναστατικής πράξης, δηλαδή την εργατική τάξη, φροντίζοντας να ξεκαθαρίσει σε όσους το αμφισβητούν πως αυτή υφίσταται αναμένουσα το έναυσμα για την εκδήλωση της εν δυνάμει επαναστατικότητάς της. Πρόκειται για μια επιστημονική μελέτη γερά θεμελιωμένη σε εκτενή βιβλιογραφία που περιλαμβάνει από Marx, Engels, Lenin, Luxemburg, Althusser μέχρι Lucacs, Gramsi, Balibar, Negri,  Poulantza και από Rousseau, Bakounin,  Garaudy, Lefebcre, Bloch μέχρι Aron, Galbraith, Gorz, Ollman, Herrera, χωρίς να υποκύπτει επ’ ουδενί στο συνήθη στείρο ακαδημαϊσμό των πανεπιστημιακών δασκάλων ούτε και σε κανενός είδους λαϊκισμό. Αντίθετα, οι διαπιστώσεις του είναι ειλικρινείς και σε πλήρη συνάφεια με την κοινή εμπειρία, οι θέσεις του τολμηρά ευθείς και η συλλογιστική του διαυγής και πειστική, είτε είναι σε θέση είτε όχι να συμφωνήσει κανείς μαζί του.
            Ο Γιώργος Ρούσης, αφού αποσαφηνίζει με βάση τους κλασικούς την έννοια της τάξης, αποφαίνεται μετά βεβαιότητας ότι η εργατική τάξη υπάρχει έχοντας αλλάξει προφανώς μορφή και σύνθεση αλλά όχι θέση στην κοινωνική πυραμίδα ούτε σχέση με τις άλλες τάξεις και δη με την κυρίαρχη, αυτή των μεγαλοαστών κεφαλαιοκρατών. Το πλέον ισχυρό λογικό επιχείρημά του προς τούτο, κατ’ εμέ, είναι ότι όσο υπάρχει εκμεταλλευτικό κεφάλαιο θα υπάρχει και εργασία εμπόρευμα και ως εκ τούτου εργατική τάξη που θα τη διαθέτει. Πρόκειται για μια αριστοτελικής υφής εξ αντιθέτου απόδειξη, της οποίας την ορθότητα δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει όσο και αν η παρεμβολή της τεχνολογίας σε αυτή τη σχέση έχει αλλάξει τα δεδομένα και τη δυναμική της. Η οικονομική κρίση, άλλωστε, εξανέμισε τις αυταπάτες, που είχε γεννήσει στον αναπτυγμένο κόσμο η περίοδος της ευημερίας, ότι μια διαρκώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη τείνει να εξομαλύνει τις αντιθέσεις και να διασφαλίσει μια αδιατάρακτη κοινωνική ειρήνη σε καπιταλιστικό περιβάλλον. Η προλεταριοποίηση εσχάτως μεγάλου μέρους της και μάλιστα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα υπήρξε άκρως αποκαλυπτική τόσο της ρευστότητάς της όσο και των διαθέσεων του κεφαλαίου. Ακόμη και εκεί όμως που διατηρείται ένα σχετικά ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο ή σημειώνεται βελτίωσή του για τους εργαζόμενους αυτό δεν σημαίνει ότι μειώνεται ανάλογα και η εκμετάλλευση.
            Ο Κερκυραίος διανοητής μάς υπενθυμίζει μεθοδικά όλους εκείνους τους παράγοντες που ο μαρξισμός κατέδειξε ως καταλυτικούς για την υπεροχή της αντιδραστικής αστικής τάξης και την παράλληλη αδυναμία της εργατικής να εκδηλώσει την επαναστατικότητά της, υποδεικνύοντάς μας πόσο επίκαιρα μπορούν να είναι τα αναλυτικά εργαλεία της μαρξικής φιλοσοφίας – πώς είναι δυνατόν άραγε να μηδενίζεται ένα φιλοσοφικό σύστημα τέτοιου βάρους και έκτασης τη στιγμή που ομότιμα του με τα οποία ούτως ή άλλως διαλέγεται σε βάθος, όπως το πλατωνικό, το αριστοτελικό και το εγελιανό παραμένουν κυρίαρχα στο σύνολο της δυτικής σκέψης; - για την αποκωδικοποίηση του νεοφιλελευθερισμού, αρκεί να την αντιμετωπίσει κανείς χωρίς παρωπίδες, δογματισμούς και μυστικιστική ιδεοληψία. Η κυριαρχία της αστικής τάξης με τον έλεγχο του ψευδοδημοκρατικού κράτους ως καταπιεστικού μηχανισμού και με την παραχάραξη της πραγματικότητας δια των παντοδύναμων προπαγανδιστικών μέσων που έχει στην κατοχή της, η εξ αυτών ψευδής συνείδηση της εργατικής τάξης (και όχι μόνο της εργατικής θα πρόσθετα), ο φετιχισμός του εμπορεύματος, η πραγμοποίηση, δηλαδή η υπόταξη της ουσίας του ανθρώπου στις εμπορευματικές σχέσεις και τα πράγματα, η δύναμη της συνήθειας, η δεισιδαιμονία προς το αστικό κράτος και o παραπλανητικός χαρακτήρας του ίσου δικαίου σε άνισες συνθήκες, η δημιουργία μιας εργατικής αριστοκρατίας, η θρησκεία ως λαθεμένη συνείδηση του κόσμου και η εκβιαστική ενσωμάτωση, που κάνει την εργατική τάξη να αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, είναι στοιχεία που όποιος διαθέτει μια στοιχειώδη αίσθηση της εμπειρικής πραγματικότητας μπορεί να τα διακρίνει δια γυμνού οφθαλμού και να συναισθανθεί την επίδρασή τους τόσο στο πεδίο του πρακτικού βίου όσο και στην κοσμοθεώρησή του.   
            Στο εύλογο ερώτημα σχετικά με το τι είναι αυτό που καθιστά το σύγχρονο προλεταριάτο δυνάμει επαναστατικό ο Γ. Ρούσης απαντά παραθέτοντας μια σειρά από κριτήρια που επιβεβαιώνουν τη σοβούσα επαναστατικότητά του, όπως η οικονομική και πνευματική του εξαθλίωση, η θέση του στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και κυρίως η κατοχή στις συνθήκες του 21ου αιώνα της «γενικής διάνοιας», που για μένα συνιστά ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της μελέτης. Ορίζοντάς την ως μια συλλογική ευφυία δημιουργημένη από συσσωρευμένες γνώσεις, τεχνικές και τεχνογνωσίες διατυπώνει μια θέση κλειδί για την κατανόηση του μέλλοντος και της επαναστατικής του προοπτικής. Απορρίπτοντας την διακήρυξη του Negri ότι η «γενική διάνοια» στην πλήρη ανάπτυξή της καθιστά άνευ νοήματος την ταξική πάλη και περιττή την επανάσταση, της αναγνωρίζει μια δυνητική επίδραση στην ανάπτυξη των οργανικών διανοουμένων της εργατικής τάξης και τον περιορισμό της ανάγκης για απ’ έξω διαμεσολάβηση στη διαδικασία μετατροπής της σε τάξη για τον εαυτό της. Η «γενική διάνοια σε συνδυασμό με τη διασύνδεση των εργαζομένων μέσα από ελεύθερα συστήματα δικτύωσης μπορεί να προσδώσει στην εργατική τάξη εκείνο το βαθμό επαναστατικότητας που είναι απαραίτητος για το επιζητούμενο πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη και για τη μετεπεναστατική πρόταξη το καθολικού συμφέροντος έναντι του στενού ταξικού. Καθιστά έτσι σαφές κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, που άλλωστε ευθύς εξαρχής το δηλώνει χωρίς περιστροφές, ότι δηλαδή η θέση των κλασικών περί ντετερμινισμού της καπιταλιστικής οικονομίας και νομοτελειακής ανατροπής του καπιταλισμού από τις ίδιες του τις αντιφάσεις και την εργατική τάξη είναι προβληματική και διαψεύδεται εκ των πραγμάτων.
            Εκείνο που δεν δηλώνει απερίφραστα ο Καθηγητής, αλλά συνάγεται ευλόγως από την όλη ανάλυση είναι η αδυναμία των σύγχρονων κομμουνιστικών κομμάτων να υπερβούν τις αγκυλώσεις τους και να αρθούν στο ύψος των απαιτήσεων ως συλλογικοί διανοούμενοι και πυροδότες της δυνάμει επαναστατικότητας της εργατικής τάξης. Υποταγμένα στο διατακτικό της μοναρχευομένης δημοκρατίας που εισήγαγε ο Διαφωτισμός και εδραίωσαν οι αστικές επαναστάσεις, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να νομιμοποιούν με την δια των θεσμών παρουσία τους το ισχύον εξουσιαστικό σύστημα και να πριμοδοτούν το ρόλο του κράτους ως μηχανισμού ποδηγέτησης της κοινωνίας από την κυρίαρχη ολιγομελή μεγαλοαστική τάξη, παραβλέποντας τη διαπίστωση του ίδιου του Engels στην Εισαγωγή στο «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία» ότι «το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μηχανή καταπίεσης μιας τάξης από μία άλλη και αυτό ισχύει τόσο για τη ρεπουμπλικανική δημοκρατία όσο και για τη μοναρχία». Αντί να έρθουν αντιμέτωπα με αυτό καθαυτό το γεγονός της ήττας και με ειλικρίνεια και εντιμότητα να αναζητήσουν τις πραγματικές της αιτίες και τα λάθη στη θεώρηση που οδήγησαν σ’ αυτή, υπεραμύνονται ενός αλάθητου που ο ίδιος ο Μαρξ δεν θα τους το συγχωρούσε ποτέ - καθότι είναι γνωστό ότι αντιμετώπιζε πάντα, περισσότερο δε προς το τέλος της ζωής του, όπως κάθε διανοούμενος που σέβεται την υπόστασή του, με πνεύμα αμφιβολίας και δημιουργικού σκεπτικισμού τις θέσεις του - με αποτέλεσμα να συμπαρασύρουν όλον τον κόσμο της αριστεράς στην αυτάρεσκη ρέμβη της ηττοπάθειας και την εργατική τάξη στο συμβιβασμό και την ενσωμάτωση. Παριστάνουν την εμπροσθοφυλακή της αντίστασης απέναντι στον επελαύνοντα καπιταλισμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι συνιστούν της οπισθοφυλακή της αντίδρασης έναντι της εγγενούς επαναστατικότητας της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου την άλλη όψη του ίδιου εξουσιαστικού νομίσματος. Οι δε λίγοι εναπομείναντες οπαδοί τους μοιάζουν πρόσωπα αρχαίας τραγωδίας παραδομένα στη τύφλωσή τους, που ενθουσιάζονται με αυτό για το οποίο θα έπρεπε να κλαίνε και κλαίνε για όλα εκείνα που θα ‘πρεπε να τους ενθουσιάζουν. 
            Παρόλα αυτά ο Γ. Ρούσης επιμένει ότι ένα επαναστατικό προφανώς κομμουνιστικό κόμμα είναι ένας εκ των ων ουκ άνευ παράγοντας διαμεσολάβησης για την ενδυνάμωση της ταξικής πάλης και την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, προκειμένου αυτή να μπορέσει να υπερβεί τα αόρατα δεσμά της ψευδούς συνείδησης και να αναχαιτίσει την απρόβλεπτη από τους κλασικούς και καλπάζουσα εσχάτως δυναμική ενσωμάτωσής της από τον διαρκώς μεταλλασσόμενο και ευέλικτο καπιταλισμό. Ως δέουσα στρατηγική, για την επίτευξη του στόχου προτείνει τον γκραμσιανής θεμελίωσης ανυποχώρητο πόλεμο θέσεων αντί του πολέμου ελιγμών και της μετωπικής επίθεσης, προκειμένου να διαρραγεί η ευνουχιστική για τις νέες δυνάμεις ενότητα της παραδοσιακής ιδεολογίας, να αναδειχθεί η αυθόρμητη συνείδηση και να αποκτήσει η εργατική τάξη εμπιστοσύνη στον εαυτό της, «να καταλάβει», όπως εμφατικά σημειώνει, «ότι μπορεί να ζήσει δίχως τα αφεντικά». Χρίζει έτσι το κομμουνιστικό κόμμα πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης, αποκαλώντας το «σύγχρονο ηγεμόνα» της, και ξεκαθαρίζει ότι αυτή μόνο είναι το κοινωνικό υποκείμενο της επανάστασης και της συνακόλουθης χειραφέτησης της σύνολης κοινωνίας.
               Στο σημείο αυτό, εκεί δηλαδή που ο Γ. Ρούσης κλείνοντας τη μελέτη του διατυπώνει το πρόταγμά του, ξεπηδά μια αλυσίδα ερωτημάτων που έχει σημασία να διατυπωθούν, προκειμένου να διεγερθεί ένας γόνιμος διάλογος στο χώρο της αριστερά, κάτι που υποθέτω πως υπήρξε και ένας εκ των βασικών στόχων της συγγραφής της.
Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη και ο καθοδηγητικός ρόλος ενός κομμουνιστικού κόμματος – ηγεμόνα, τι μπορεί να μας πείσει ότι και αυτό δεν θα εξελιχθεί σε έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό διαχείρισης της μη επαναστατικότητας και ότι προορισμένο να ηγεμονεύσει δεν θα εξελιχθεί σε μια μόνιμη εξουσία πιο χοντροκομμένη και ολοκληρωτική από αυτή που έχει έρθει για να ανατρέψει; 
 Τι θα εμποδίσει αυτό το νέο κομμουνιστικό κόμμα, που θεωρεί τη δικτατορία του προλεταριάτου αναγκαίο στάδιο για τη μετάβαση στην αταξική κοινωνία, να μετατρέψει τη δικτατορία της τάξης του σε δική του δικτατορία επί της τάξης, όπως άλλωστε συνέβη ήδη μια φορά ιστορικά;       
Πώς είναι δυνατόν ένα μόρφωμα που δεν διαθέτει εσωτερική ελευθερία και η δομική του λειτουργία δεν διέπεται από ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες να αφουγκραστεί το αυθόρμητο της εν δυνάμει επαναστατικότητας της εργατικής τάξης και να το διευκολύνει να εκδηλωθεί;  
Πώς ο εργάτης θα συλλάβει τον εαυτό του ως το κοινωνικό υποκείμενο της επανάστασης από τη στιγμή που το κόμμα του τον αντικειμενοποιεί;
          Εφόσον δεχόμαστε ότι ο Διαφωτισμός εγκαινίασε μια ψευδοδημοκρατία των δικαιωμάτων υπό τη δεσποτική κυριαρχία της μεγαλοαστικής τάξης, κατά πόσο αποστασιοποιείται από το διατακτικό του ένα κομμουνιστικό κόμμα που διεκδικεί, έστω προσωρινά και υπό την αίρεση του καλού σκοπού της μετάβασης στην αταξική κοινωνία, το ρόλο του δεσπότη μέσα μάλιστα από τους ίδιους τους θεσμούς του αντιδραστικού κοινοβουλευτισμού;
            Ποιος νόμος μπορεί να εγγυηθεί την υπέρβαση της ταξικότητας από μέρους της εργατικής τάξης και να θεωρήσει αυτονόητη την ανύψωσή της από το ταξικό συμφέρον στο καθολικό; Το ερώτημα μάλιστα αυτό γίνεται ακόμη πιο εναγώνιο και βαθιά φιλοσοφικό/υπαρξιακό, εάν κανείς αναλογιστεί ότι αυτή ακριβώς η έννοια του ατομικού συμφέροντος είναι που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλισμού και του προσδίδει τη φαινομενικά ακατανόητη και πρωτεϊκά εύκαμπτη ανθεκτικότητά του.
            Μήπως η «γενική διάνοια» όσο ωριμάζει έχει ανάγκη, όπως ένας έφηβος που ενηλικιώνεται, όχι από ένα κόμμα – πάτρωνα αλλά από ένα κόμμα χειραφετικό, ικανό να τη μυήσει στην πραγματική δημοκρατία, στην ελευθερία της ευθύνης, στην ατομική επιλογή με συλλογικό πρόσημο και στη συλλογική δράση με ατομική αυθυπέρβαση, στο βαθύ εν τέλει βίωμα του τι σημαίνει να είσαι το κοινωνικό υποκείμενο της επανάστασης έστω μέσα στα προσομοιωτικά όρια του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος; Μήπως το κομμουνιστικό κόμμα του μέλλοντος καλείται να εγκαταλείψει το ρόλο του σιδερένιου ηγεμόνα και να μετασχηματιστεί σε ένα ανοιχτό σχολείο μύησης της εργατικής τάξης στη δημοκρατία και την ελευθερία, άρα και στην εμπιστοσύνη στον εαυτό της;  
            Η μελέτη του βιβλίου του επτανήσιου στοχαστή γεννάει αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα εξαρτημένα από την οπτική γωνία που ο καθείς θα το ατενίσει και εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμή του και ο κεντρικός λόγος για τον οποίο πρέπει κανείς να το διαβάσει. Εξάλλου, σημαντικό έργο δεν είναι εκείνο που δίνει απαντήσεις σε όλα, αλλά αυτό που παράγει νέα ερωτήματα και προεκτείνει τη σκέψη. Προσωπικά, προτιμώ να τα διερευνήσω υπό το πρίσμα ενός παλαιότερου βιβλίου του Γ. Ρούση, το «Αρχαία Δημοκρατία για πάντα νέα», που δημοσιεύτηκε το 1999, και στη σελίδα 280 του οποίου σημειώνει ο ίδιος: «Για τη Romilly εκείνο που επιδείνωσε τα προβλήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν “το γεγονός ότι κυβερνούσε ο λαός αντί να εκλέγει απλώς τους ανθρώπους που θα τον κυβερνούν”. Αυτό το “μέγα” κατά τη Romilly μειονέκτημα της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν στην πραγματικότητα το μέγα πλεονέκτημα μιας κοινωνικής μορφής οργάνωσης που υπήρξε δημιουργός του ανεπανάληπτου ελληνικού μεγαλείου και που, όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Βλάχος, “όταν μια μέρα η ανθρωπότητα θα έχει προσλάβει, όπως είναι δυνατόν να ελπίζει κανείς, τη μορφή μιας μοναδικής κοινότητας ελεύθερων ανθρώπων […] θα προβάλλεται ακόμη ως ένα φωτεινό πρότυπο".
                                                                                                Βαγγέλης Κάλιοσης
                                                                                             Ιστορικός / Συγγραφέας