30 Ιουλίου 2011

Βάθεμα της δημοκρατίας ή τακτικός ελιγμός;

Στις 28 Ιουλίου του 2011 αναρτήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών και τίθεται σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 21 Αυγούστου του τρέχοντος έτους Σχέδιο Νόμου για τη «Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με τη διενέργεια δημοψηφίσματος». Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του υπουργείου:

Σε κάθε αντιπροσωπευτική δημοκρατία ο λαός αναδεικνύει περιοδικά τους εκπροσώπους του στη Βουλή και, δι’ αυτής, την κυβέρνηση. Η βούλησή του της εξασφαλίζει την πολιτική νομιμοποίηση στις αποφάσεις που λαμβάνει, γι’ αυτό και είναι χρήσιμο να εκφράζεται όχι μόνο με τη διενέργεια γενικών εκλογών αλλά και με προσφυγή σε δημοψήφισμα.
Τότε το εκλογικό σώμα καλείται να εκφράσει την προτίμησή του σε συγκεκριμένο ζήτημα που απασχολεί την κοινωνία, διαμορφώνοντας έτσι δεσμευτικά ή επηρεάζοντας αποφασιστικά τις επιλογές της κυβέρνησης. Το δημοψήφισμα είναι θεσμός άμεσης και, εν πολλοίς, συμμετοχικής δημοκρατίας και με την ενεργοποίησή του ενισχύεται η πολιτική συμμετοχή, τονώνεται η αντιπροσώπευση, διευρύνεται η δημοκρατία και εμβαθύνεται η λαϊκή κυριαρχία.
Στο Σύνταγμά μας, όπως διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 1985/1986, προβλέπονται δύο τύποι δημοψηφίσματος. Το πρώτο αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα, προεχόντως σχετικό με την εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα. Για τη διεξαγωγή του απαιτείται πρόταση της κυβέρνησης και απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών.
Ο άλλος τύπος δημοψηφίσματος κατοχυρώθηκε στην αναθεώρηση του 1985/1986. Αφορά ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, με εξαίρεση τα δημοσιονομικά. Για την προκήρυξή του απαιτείται πρόταση των 2/5 και αποδοχή της από τα 3/5 του συνόλου του βουλευτών.
Αν και ο συντακτικός δεν παρέχει ρητά σχετική εξουσιοδότηση στον κοινό νομοθέτη, η ψήφιση εκτελεστικού νόμου είναι απαραίτητη, προκειμένου να εξειδικευτούν οι συνταγματικοί ορισμοί. Όταν ακόμη προβλέπονταν δημοψήφισμα μόνο για κρίσιμα εθνικά θέματα, θεσπίστηκε ο ν. 350/1976. Έκτοτε και παρά τη συνταγματική κατοχύρωση ενός ακόμη τύπου του, δεν προωθήθηκε η αναγκαία νομοθετική ρύθμιση.
Έτσι, η προσφυγή σε δημοψήφισμα συναντά σοβαρά εμπόδια. Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου θεσπίζονται οι αναγκαίες ρυθμίσεις για την ενεργοποίηση του θεσμού. Οι επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου καταστρώνονται σε οκτώ κεφάλαια και οι κυριότερες επιλογές του είναι οι εξής:
• α) οροθετούνται οι βασικές έννοιες, δηλαδή το κρίσιμο εθνικό θέμα, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται μόνο ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνα, αλλά και ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος σχετικά με την πολιτική, την κοινωνική και την οικονομική ζωή της χώρας, το ψηφισμένο νομοσχέδιο, το σοβαρό κοινωνικό ζήτημα και το δημοσιονομικό ζήτημα,
• β) ψηφίζουν όσοι είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και την ημέρα της ψηφοφορίας βρίσκονται εντός των ορίων της χώρας,
• γ) η ψηφοφορία διεξάγεται σε εκλογικές περιφέρειες και ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια,
• δ) οι ψηφοφόροι καλούνται να εκφράσουν την προτίμησή τους σε έντυπο ψηφοδέλτιο, το οποίο περιέχει το ερώτημα και τις δυνατές απαντήσεις, όπως καθορίζονται από τη Βουλή,
• ε) επικρατεί η απάντηση που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρων ψηφοδελτίων, στα οποία δεν προσμετρώνται τα λευκά,
• στ) η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος είναι συμβουλευτική για την κυβέρνηση, με εξαίρεση την περίπτωση δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο, οπότε έχει δεσμευτικό περιεχόμενο, αρκεί να πάρει μέρος στην ψηφοφορία τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) όσων είναι γραμμένοι στους εκλογικούς,
• ζ) η οικονομική διαχείριση και η δημόσια προβολή υπόκεινται στις ρυθμίσεις που διέπουν τις γενικές βουλευτικές εκλογές, και
• η) το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και, εν γένει, το κύρος του δημοψηφίσματος ελέγχεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο"
                                                                                 http://www.opengov.gr/ypes/?p=1149

Εκείνο που πρωτίστως παρατηρεί κανείς, έκπληκτος σίγουρα αν είναι ανυποψίαστος, έχει να κάνει με το γεγονός ότι, ενώ η προσφυγή σε δημοψήφισμα προβλέπεται συνταγματικά από την αναθεώρηση του 1985/86, δηλαδή εδώ και 25 χρόνια, καμία από τις κυβερνήσεις που μεσολάβησαν δεν φρόντισε όλο αυτό το διάστημα – και μιλάμε για ένα τέταρτο του αιώνα – να φέρει προς ψήφιση στην Ελληνική Βουλή τον αναγκαίο εκτελεστικό νόμο, προκειμένου να καταστεί εφαρμοστή η σχετική πρόβλεψη του συντάγματος και να είναι εφικτή η διενέργεια δημοψηφισμάτων. Το εκπληκτικότερο βέβαια είναι ότι κανένα από τα εκάστοτε κόμματα της αντιπολίτευσης και δη οι πολιτικές δυνάμεις του λεγόμενου προοδευτικού χώρου δεν ανακίνησαν ποτέ το ζήτημα. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί αντιπρόσωποι των Ελλήνων πολιτών φρόντισαν για δυόμισι δεκαετίες να αφήσουν ανενεργό ένα άρθρο του συντάγματος που δικαιώνει τον διακηρυγμένο δημοκρατικό του χαρακτήρα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο.
Ας μη γινόμαστε όμως μεμψίμοιροι. Η Ελληνική Βουλή είναι έτοιμη, έστω και καθυστερημένα, να κάνει ένα μικρό βήμα προς την πραγματική δημοκρατία. Εκεί όμως που είμαστε έτοιμοι να αναφωνήσουμε ενθουσιωδώς το «κάλλιο αργά παρά ποτέ» και να θριαμβολογήσουμε για την πρώτη στρατηγική νίκη του κινήματος «των αγανακτισμένων πολιτών» και των «πλατειών», που έσπρωξε την κυβέρνηση σ’ αυτό το βήμα με τη σθεναρή του απαίτηση για άμεση δημοκρατία, μια προσεκτικότερη ματιά στο Σχέδιο Νόμου μάς κόβει τη φόρα. Δυστυχώς δεν πρόκειται για θρίαμβο του κινήματος αλλά για τακτικό ελιγμό της κυβέρνησης. Έναν ελιγμό μάλιστα από τον οποίο οι δυνάμεις του ισχύοντος πολιτικού συστήματος προσδοκούν να αποκομίσουν μακροπρόθεσμα πολλά οφέλη. Τη δυσοίωνη αυτή διαπίστωση υπαγορεύουν δύο σημεία τα οποία πολύ εύκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει τόσο στο παραπάνω εισαγωγικό απόσπασμα όσο και στο πλήρες κείμενο του Σχεδίου Νόμου.
Το πρώτο από τα δύο επίμαχα σημεία βρίσκεται στον ίδιο τον τίτλο του: «Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με τη διενέργεια δημοψηφίσματος». Σκόπιμα εδώ τίθενται μαζί και συνδέονται παρατακτικά οι έννοιες της «άμεσης» και της «συμμετοχικής» δημοκρατίας για να προκληθεί στη συνείδηση του πολίτη η απαιτούμενη σύγχυση και συνεκδοχικά η ικανοποίηση στο θυμικό του ότι επιτέλους η δημοκρατία βαθαίνει. Όπως διεξοδικά έχουμε εξηγήσει στο πρόσφατα δημοσιευμένο δοκίμιο «Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας»[i] η λεγόμενη συμμετοχική δημοκρατία όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με την άμεση, αλλά έχει επινοηθεί ακριβώς για να υπονομεύσει τη διεκδίκησή της. Πρόκειται για ένα μοντέλο σχεδιασμένο από την πλήρως ομονοούσα με το πολιτικό σύστημα διανόηση της νεοτερικότητας, που στόχο έχει να δημιουργήσει στους πολίτες την ψευδαίσθηση της συμμετοχής πλάθοντας δύο ψευδεπίγραφα κοινωνικοπολιτικά μορφώματα, την «Κοινωνία των Πολιτών» και τις «Μη κυβερνητικές Οργανώσεις», τα οποία λειτουργούν στη βάση των αρχών του εθελοντισμού και της επικουρικότητας, ενώ την ίδια στιγμή είναι κρατικά διευθυνόμενα. Ήδη μάλιστα μέσα σε λίγα χρόνια λειτουργίας τα μορφώματα αυτά έχουν αποκαλύψει τον εκτρωματικό τους χαρακτήρα, αρκεί να αναλογιστεί κάποιος το ρόλο των περίφημων «Ανεξάρτητων Αρχών» και να ανατρέξει σε πρόσφατα δημοσιεύματα σχετικά με τη σκανδαλώδη χρηματοδότηση και οικονομική διαχείριση των «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων». Για να μη μακρηγορούμε, η διαφορά ανάμεσα στη συμμετοχική και την άμεση δημοκρατία είναι ανάλογου εύρους με αυτή ανάμεσα στον καθαρό καπιταλισμό και τον αμιγή σοσιαλισμό. Η συμμετοχική, επιβεβαιώνοντας τον προσδιορισμό της, ζητάει από τον πολίτη μια τυπική συμμετοχή, επικυρωτική των αποφάσεων που λαμβάνουν οι επαγγελματίες πολιτικοί και τα οικονομικά κέντρα που τους στηρίζουν, ενώ η άμεση απαιτεί από τους πολίτες να παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις και να αναλαμβάνουν την ευθύνη για αυτές με πλήρη επίγνωση ότι θα πληρώσουν και το κόστος για την όποια αστοχία. Η ταύτισή τους, λοιπόν, από τον Υπουργό Εσωτερικών έχει ένα και μόνο σκοπό: να αποδυναμώσει σταδιακά και να φενακίσει την απαίτηση των πολιτών για άμεση, για γνήσια, για πραγματική δημοκρατία.
Αν κάποιος, ωστόσο, διατηρεί αμφιβολίες για τον περιγραφόμενο δόλο των κρατούντων, οι οποίοι δεν εννοούν να εγκαταλείψουν έτσι εύκολα την απλόχερη εξουσία που τους χάρισε ο κοινοβουλευτισμός και τα απορρέοντα από αυτή προνόμια, έρχεται το δεύτερο σημείο για να τις εξαλείψει: «η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος είναι συμβουλευτική για την κυβέρνηση, με εξαίρεση την περίπτωση δημοψηφίσματος για ψηφισμένο νομοσχέδιο, οπότε έχει δεσμευτικό περιεχόμενο, αρκεί να πάρει μέρος στην ψηφοφορία τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) όσων είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους». Τα σχόλια περιττεύουν. Δε χρειάζεται να είναι κανείς εμβριθής αναλυτής για να κατανοήσει ότι τα δημοψηφίσματα που μας επιφυλάσσουν οι εκάστοτε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες στη βάση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου θα είναι εντελώς προσχηματικά και επικυρωτικά προειλημμένων από τις ίδιες αποφάσεων. Είναι δε ηλίου φαεινότερον ότι θα επιλέγονται τεχνηέντως θέματα που διχάζουν την κοινωνία, όπως εκείνο για παράδειγμα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, για να πειστεί ο πολίτης ότι η άμεση δημοκρατία όχι μόνο δεν είναι πανάκεια, αλλά προκαλεί και κοινωνικές αναστατώσεις. Το ισχύον πολιτικό σύστημα και οι εξουσιαστές του αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά ότι στο όνομα της πολύπαθης δημοκρατίας είναι ικανοί να εξυφάνουν τις πιο περίτεχνες θεσμικές δολοπλοκίες και να κάνουν Ρωμαίους αυτοκράτορες και Οθωμανούς τοπάρχες να μοιάζουν με αγγελούδια.
Είναι, τέλος, δύσκολο να διαφύγει της προσοχής μας η επιλογή της νομοθετικής εξουσίας να επιβάλει ως αποκλειστική την εντελώς παρωχημένη, δυσλειτουργική και δαπανηρή φυσική (με την έννοια της διεξαγόμενης σε φυσικό χώρο με το έντυπο ψηφοδέλτιο και την πατροπαράδοτη κάλπη) εκλογική διαδικασία σε μια εποχή που οι ψηφιακές (διαδίκτυο, κινητό τηλέφωνο) ψηφοφορίες είναι και τεχνικά εφικτές και ασφαλείς. Απόδειξη περί τούτου συνιστά το παράδειγμα της Εσθονίας, όπου έχει ήδη τεθεί σε ισχύ νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο όλες οι επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα διεξάγονται ψηφιακά. Ακόμη και σε αυτή την επιλογή λανθάνει η απροθυμία των κυβερνώντων να ενισχύσουν ουσιαστικά το δημοκρατικό πολίτευμα και η επιδίωξή τους να δυσχεράνουν κάθε συναφή προσπάθεια, ακόμη και την πιο υποτυπώδη.
Ωστόσο, παρά τις μελαγχολικές μας διαπιστώσεις και την απαισιοδοξία που μοιραία γεννά αυτό το Σχέδιο Νόμου, από εμάς τους πολίτες εξαρτάται το εάν η συγκεκριμένη εξέλιξη θα καταστεί ελπιδοφόρα. Γιατί μπορεί να αποτελεί έναν τακτικό ελιγμό του πολιτικού συστήματος, αλλά καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε ότι στον ελιγμό αυτό οι ταγοί του οδηγήθηκαν από την ανάγκη να καταλαγιάσουν την ορμή του ανοργάνωτου μεν, πλην όμως ανυπόκριτου και απαιτητικού, κινήματος των αγανακτισμένων πολιτών, από τη γενικευμένη δυσφορία μας και κυρίως από τις πρωτόγνωρες στο μεταπολιτευτικό σκηνικό πράξεις έμπρακτης αποδοκιμασίας του πολιτικού προσωπικού. Άρα, αντί να αφεθούμε μοιρολατρικά στη σαγήνη του πολιτικού τους παιγνίου, μηρυκάζοντας ζαλισμένοι τα λίγα φύλλα αμεσοδημοκρατικής δάφνης που μας δίνουν, καλά θα κάνουμε να σφίξουμε - με κάθε ειρηνικό μέσο και με ιδιαίτερη επιμέλεια στην περιφρούρηση από τις συνήθεις προβοκάτσιες - τον κλοιό γύρω τους μέχρι να αποφασίσουν να γίνουν αυτό που η πραγματική δημοκρατία ορίζει, απλοί δηλαδή εντολοδόχοι και εκτελεστές των αποφάσεων του πολιτικού σώματος. Είναι κατάλληλη η στιγμή να μετατρέψουμε το παθητικό κίνημα αγανάκτησης σε ενεργητικό κίνημα διεκδίκησης με δεσπόζον πρόταγμα την άμεση δημοκρατία. Κάτι τέτοιο βέβαια απαιτεί συνεχή εγρήγορση και πολλή δουλειά, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική.

                                                                                 Βαγγέλης Κάλιοσης

[1] Βαγγέλης Κάλιοσης, Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, εκδ. Χρ, Δαρδανός, Αθήνα, Ιανουάριος 2011. Βλέπε την ενότητα «Κριτική στη θεωρία της συμμετοχικής δημοκρατίας», σελ.87-91.

12 Φεβρουαρίου 2011

ΒΙΒΛΙΟ

Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βαγγέλη Κάλιοση "Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας" από τις εκδόσεις Χρ. Δαρδανός.