Ο
καθηγητής Γεώργιος Κοντογιώργης έχει δώσει συνολικά με το έργο του, και πιο
εμπεριστατωμένα με το βιβλίο του «Η
δημοκρατία ως ελευθερία»[i], μια
ολοκληρωμένη προσέγγιση του ζητήματος της δημοκρατίας με όρους πολιτικής
επιστήμης. Πέρα από τη διεισδυτική κι επιστημονικά τεκμηριωμένη κριτική του
ισχύοντος πολιτικού συστήματος και τη θεμελίωση του αιτήματος μετάβασης σε μια
πιο γνήσια εκδοχή της δημοκρατίας, εκείνο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο
ενδιαφέρον στην τοποθέτησή του είναι το ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο προτείνει,
σχετικά με τη διαδρομή και την εξέλιξη της δημοκρατίας μέσα στο χρόνο. Για να
κατανοήσουμε την αντίληψή του και τις θέσεις του περί δημοκρατίας, πρέπει
πρωτίστως να καταλάβουμε το εξελικτικό αυτό σχήμα, άσχετα από το εάν είμαστε σε
θέση ή όχι να το δεχτούμε.
Κατά την
άποψη του Κοντογιώργη, λοιπόν, στο ανθρωποκεντρικό σύστημα – το οικονομικό και
κοινωνικοπολιτικό σύστημα, δηλαδή, που θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός του
τον άνθρωπο και οργανώνει τη ζωή του με όρους ελευθερίας – μπορεί να διακρίνει
κανείς δύο τύπους ανάπτυξης του: το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα
μικρής κλίμακας και το εθνοκεντρικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης
κλίμακας.
Το ελληνικό ή ανθρωποκεντρικό
κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας αρχίζει να υφίσταται από τον 8ο αι.
π.Χ. και εξελίσσεται αδιάλειπτα μέσα στο χρόνο μέχρι τις παρυφές του 20ού
αιώνα. Ο ιστορικός χώρος ανάπτυξης του είναι ο ελλαδικός, όχι με τη στενή αλλά
με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Εξελίσσεται σε δύο κύριες περιόδους: την
κρατοκεντρική περίοδο της πόλης κράτους και την οικουμενική περίοδο της
κοσμόπολης. Η πρώτη εκτείνεται χρονικά από τον 8ο έως τον 4ο
αι. π.Χ. κι οδηγεί στη διαμόρφωση της πιο αμιγούς δημοκρατικής πολιτικής
κοινωνίας που γνώρισε η ανθρωπότητα, αυτή της αθηναϊκής πολιτείας και των
ομοίων της, με κύρια χαρακτηριστικά την καθολική ελευθερία, την κοινωνία της
σχόλης και την κρατοκεντρική χρηματιστική οικονομία με πλήρες κοσμοσυστημικό
ανάπτυγμα. Η δεύτερη αρχίζει από την ελληνιστική εποχή και φτάνει μέχρι τον 20ο
αιώνα, περιλαμβάνοντας τη ρωμαϊκή οικουμένη, στους κόλπους της οποίας
επιβιώνουν οι ελληνικές πόλεις με ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, τη βυζαντινή
κοσμόπολη, όπου επιτυγχάνεται μια ισορροπία μεταξύ μητρόπολης και πόλεων /
κοινών οι οποίες λειτουργούν όπως στον κλασικό ανθρωποκεντρισμό με υπόβαθρο
αποκλειστικά την εταιρική κοινωνία πολιτών, και την οθωμανοκρατία, στον ζωτικό
ελληνικό χώρο της οποίας άκμασε το σύστημα των πόλεων / κοινών (ελληνικές
κοινότητες). Συνεκτικός κρίκος όλων των εποχών της οικουμενικής περιόδου είναι
η οικουμενική χρηματιστική οικονομία. Στο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής
κλίμακας συμπεριλαμβάνονται και οι ιταλικές πόλεις - κράτη του Ύστερου Δυτικού
Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, ενώ στον αντίποδά του βρίσκεται η δυτικοευρωπαϊκή
ιδιωτική δεσποτεία.
Το εθνοκεντρικό ή
ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας έχει μόνο έναν αιώνα ζωής, τον 20ό,
και διάγει την πρώιμη ή πρωτο-ανθρωποκεντρική περίοδο του κράτους – έθνους, με
κύρια χαρακτηριστικά την κοινωνία της εργασίας, την ατομική ελευθερία με τα
συναφή της κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, τα τιμοκρατικά και προαντιπροσωπευτικά
πολιτικά συστήματα, το δίπολο κράτος / σύστημα και κοινωνία – ιδιώτης και την
κρατοκεντρική χρηματιστική οικονομία με απαρχές κοσμοσυστημικής δικτύωσης. Αυτό
πρακτικά σημαίνει πως το σύγχρονο πολιτικό σύστημα βρίσκεται από την άποψη της
δημοκρατικής ανάπτυξης σε εμβρυακό στάδιο. Με δεδομένο ότι η δημοκρατική
ολοκλήρωση προϋποθέτει, κατά τον Κοντογιώργη, τρία αναγκαία εξελικτικά στάδια -
το προαντιπροσωπευτικό, το αντιπροσωπευτικό και το δημοκρατικό, την αμιγή
δηλαδή πολιτική κοινωνία – το τρέχον πολιτικό σύστημα αντιστοιχεί μόλις στο
πρώτο στάδιο. Υπό αυτή την έννοια, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατικό αλλά ούτε καν
αντιπροσωπευτικό. Και δεν είναι αντιπροσωπευτικό, γιατί συγκροτείται στη βάση
της ιδιοκτησίας, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος / σύστημα ιδιοποιείται την
πολιτική, αφαιρώντας την από το φυσικό της δικαιούχο, την κοινωνία. Με άλλα
λόγια, αντί η κοινωνία να είναι ο εντολέας και το κράτος ο εντολοδόχος, στο
ισχύον πολιτικό σύστημα η κοινωνία είναι ο αποξενωμένος ιδιώτης και το κράτος -
το πολιτικό δηλαδή προσωπικό κι οι ομάδες συμφερόντων που συνωστίζονται γύρω
του - ο ιδιοκτήτης κι αποκλειστικός νομέας της εξουσίας.
Στο προαντιπροσωπευτικό σύστημα
που διάγουμε όλες οι δημοκρατικές λειτουργίες – η διαβουλευτική, η βουλευτική,
η εκτελεστική, η νομοθετική – απορροφώνται από το κράτος, αποκτούν εξουσιαστικό
πρόσημο και ανήκουν αδιαίρετα κι άμεσα στους φορείς του, δηλαδή στην κυβέρνηση,
το κοινοβούλιο, τη διοίκηση και την κρατική δικαιοσύνη. Από αυτή την άποψη, ο
Κοντογιώργης παραλληλίζει την τωρινή φάση εξέλιξης του δημοκρατικού συστήματος
με εκείνη της αρχαϊκής εποχής (8ος – 6ος αι. π.Χ.).
Σημειώνει σχετικά: «Πράγματι, το περιεχόμενο και η δομή των ελευθεριών στο
τέλος του 20ού αιώνα εμφανίζουν μια εκπλήττουσα αναλογία με την περίοδο της
πόλης που αρχίζει με τους Νομοθέτες. Το προ-αντιπροσωπευτικό υπόβαθρο του
συστήματος, η πολιτική κυριαρχία της κεντρικής εξουσίας, η απλώς καθολική
ψηφοφορία με αναφορά την επιλογή και νομιμοποίηση του φορέα της εξουσίας, η
“μειονοτική” αντίληψη του “άλλου”, η αφθονία των δικαιωμάτων και το έλλειμμα
των ελευθεριών που επαγγέλλεται η “πλουραλιστική” κατά τα άλλα διαμεσολαβημένη
κοινωνία, η προσέγγισή της πολιτικά ως σχέσης που ανάγεται στη δύναμη και στην
εξουσία, αντί της ελευθερίας με πρόσημο την αυτονομία, η θέση της εργασίας στο
κοινωνικο-οικονομικό και αξιακό σύστημα κ.ά. συνιστούν ισάριθμα παραδείγματα
που επιβεβαιώνουν την παρατήρηση αυτή»[ii].
Οι βασικές αρχές της
αντιπροσώπευσης, κατά τον Κοντογιώργη, είναι: (α) η απελευθέρωση του
«εκλέγεσθαι» από την ιδιοποίηση της κομματικής ολιγαρχίας, (β) η εισαγωγή του
ελέγχου και της ελεύθερης ανακλητότητας των αντιπροσώπων, (γ) ο συνοδικός
χαρακτήρας των αξιωμάτων και (δ) η εξίσωση του πολιτικού προσωπικού με τους
πολίτες ενώπιον του νόμου, συμπεριλαμβανομένης και της υποβολής της πολιτικής
πράξης στη δικαιοσύνη. Στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, τόσο σε επίπεδο έθνους -
κράτους όσο και σε επίπεδο υπερεθνικών οργανισμών, δεν ισχύει καμία από αυτές
τις αρχές, όπως άλλωστε καταδεικνύουμε και στο πρώτο κεφάλαιο της ανά χείρας
προσέγγισης. Άρα, το ισχύον σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν είναι
αντιπροσωπευτικό και, φυσικά, δεν είναι σε καμία περίπτωση δημοκρατία. Στον
πυρήνα του διατηρεί το θεμελιώδες δεσποτικό χαρακτηριστικό της πλήρους
ιδιοποίησης της εξουσίας από τον μονάρχη, με τη διαφορά ότι η εξουσία σ’ αυτό
διαχέεται σε περισσότερα πρόσωπα, τα οποία όμως εν συνόλω δεν παύουν να
αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία. Ως εκ τούτου, νομιμοποιείται κανείς, αν μη τι
άλλο, να το χαρακτηρίσει τουλάχιστον ολιγαρχικό. Από εκεί και πέρα το μοναδικό
δημοκρατικό του άλλοθι απομένει να είναι η δια των συνταγματικών κανόνων
διασφάλιση ενός μίνιμουμ ελευθερίας στη βάση των ατομικών δικαιωμάτων. Αλλά
όπως παρατηρεί και ο Έλληνας καθηγητής: «Όπου αφθονούν τα δικαιώματα
ελλείπει η ελευθερία»[iii].
Έτσι, η σύγχρονη, κατ΄
ευφημισμό, δημοκρατία δεν αποτελεί παρά ένα πρώτο υποτυπώδες στάδιο της
πραγματικής δημοκρατίας, το οποίο, έχοντας διατρέξει έναν αιώνα ζωής, έχει
πλέον, στις απαρχές του 21ου αιώνα, αναπτύξει όλες του τις
αντιφάσεις κι έχει αναδείξει την ανεπάρκειά του, προετοιμάζοντας το έδαφος για
τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο της γνησίως αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η
κομματοκρατία, η γραφειοκρατία, η τυραννία των ειδικών, η αγοραιοποίηση της
πολιτικής, η διαφθορά και η διαπλοκή των διαφόρων κέντρων εξουσίας, η κυριαρχία
των μέσων μαζικής ενημέρωσης επί των θεσμών, η υποβάθμιση της δημόσιας
εκπαίδευσης σε μηχανισμό κατάρτισης είναι μερικά μόνο από τα συμπτώματα
κατάπτωσης της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Ακόμη κι η δικαιοσύνη ορίζεται
σ’ αυτή ως διοικητική αρχή στην υπηρεσία του παντοδύναμου και ιδιοποιημένου από
την πολιτική εξουσία κράτους κι όχι, όπως θα ταίριαζε σε μια πραγματική
δημοκρατία, ως πολιτική λειτουργία. Επομένως, συμπεραίνει ο Κοντογιώργης: «Η
γενικευμένη αμφισβήτηση της “πολιτικής”, που παρατηρείται ιδίως μετά τη
δεκαετία του 1980, δεν αφορά επιμέρους εκφάνσεις του συστήματος, ώστε να
επιδέχεται απλές διορθωτικές παρεμβάσεις. Αναφέρεται στην ίδια τη λογική
θεμελίωση του συστήματος, δηλαδή στην προαντιπροσωπευτική του ιδιοσυστασία. Η
αποχή οφείλει να ερμηνευθεί ως βαθιά πολιτική πράξη του πολίτη, ο οποίος, όχι
μόνο δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στο πλαίσιο του κρατούντος πολιτικού
συστήματος, αλλά αισθάνεται επιπλέον ότι τελεί υπό ιδιότυπη ομηρία»[iv].
Μάλιστα, ο Κοντογιώργης
προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα και αποκρούει τον ισχυρισμό των διανοουμένων της
νεοτερικότητας ότι η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών καθιστά το
(ψευδο)αντιπροσωπευτικό σύστημα το καλύτερο δυνατό με το εξής καταλυτικό
επιχείρημα: « Ο αθηναϊκός (και εν μέρει ο κορινθιακός) ιμπεριαλισμός
αναπτύχθηκε σε παραλληλία με τη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας, δηλαδή με
την κατάργηση του καταμερισμού των κοινωνικών και πολιτικών έργων στο περιβάλλον της πολιτικής κοινωνίας. Και
γνωρίζουμε καλώς ότι υπήρξε εξαιρετικά σύνθετος, μολονότι τον οργάνωσε και τον
διαχειρίστηκε εξ ολοκλήρου ο δήμος και όχι οι “ειδικοί”»[v]. Αρκεί μια ματιά στην Ιστορία του Θουκυδίδη
για να πειστεί κανείς περί τούτου. Αλλά κι όλα τα άλλα επιχειρήματα των
υποστηρικτών του κοινοβουλευτικού συστήματος στις διάφορες εκδοχές του, που στη
διάρκεια του 20ού αιώνα φάνταζαν πειστικά, έχουν ουσιαστικά ξεπεραστεί από τις
ίδιες τις εξελίξεις. Το πιο διαδεδομένο από αυτά, που έχει να κάνει με το
πληθυσμιακό εύρος των σύγχρονων κοινωνιών και την «αντικειμενική» αδυναμία
εφαρμογής αμεσοδημοκρατικών θεσμών, ανατρέπεται θεαματικά από τις τεχνολογικές
εξελίξεις στο χώρο των επικοινωνιών, οι οποίες τείνουν να εκμηδενίσουν τις
αποστάσεις και να καταστήσουν την συνεύρεση, τη διαβούλευση και την εκλογική
συμμετοχή των πολιτών σε πραγματικό
χρόνο απολύτως απλή υπόθεση. Ο Κοντογιώργης, ωστόσο, στέκεται και σε ένα άλλο
σημείο, που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των
αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, αυτό του ελεύθερου χρόνου. Θεωρεί, και όχι
άδικα, το «ιδεώδες της σχόλης» ακρογωνιαίο λίθο της αυθεντικής δημοκρατίας κι
υποστηρίζει πως η ευφυής μηχανή μπορεί να το εξυπηρετήσει, παίζοντας, κατά
κάποιο τρόπο, το ρόλο των δούλων της αρχαιοελληνικής κοινωνίας.
Όλα αυτά, βέβαια, δε σημαίνουν
ότι είναι δυνατό και επιθυμητό να εφαρμοστεί η αθηναϊκή δημοκρατία στις σύγχρονες
κοινωνίες της μεγάλης κλίμακας. Το ζητούμενο είναι να εφαρμοστεί η δημοκρατική
αρχή. Και οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, όπως όλα δείχνουν, έχουν ήδη
διαμορφωθεί. Σε αυτό ακριβώς το σημείο προκύπτει και η μόνη σοβαρή διαφωνία μας
με τη θεώρηση του Κοντογιώργη. Υποστηρίζει πως η ανθρωποκεντρική εξελικτική
διαδικασία, όπως έδειξε το ελληνικό κοσμοσύστημα, έχει τη δική της εσωτερική
λογική, η οποία είναι υποχρεωτική για τους συντελεστές της και άρα ανεξάρτητη
από τη δεδηλωμένη βούληση ή επιθυμία τους. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει πως,
ό,τι κι αν κάνουν οι δυνάμεις της εξουσίας κι οι πολίτες, η δημοκρατία αργά ή
γρήγορα θα ανθίσει, διατρέχοντας νομοτελειακά τα διάφορα στάδια εξέλιξής της. Η
άποψη αυτή θυμίζει έντονα την μαρξιστική αντίληψη περί νομοτελειακής
κατάρρευσης του καπιταλισμού και υποχρεωτικής μετάβασης στην αταξική κοινωνία
μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου. Μια αντίληψη που την διέψευσε η ίδια η
Ιστορία, όπως άλλωστε έχει διαψεύσει και πλήθος άλλων κανονιστικών θεωριών, που
συνάμα διεκδικούν και προφητικό ρόλο.
Δε συμφωνούμε με όσους θεωρούν
πως η Ιστορία ή οποιαδήποτε άλλη αφηρημένη έννοια αποφασίζει για τις εξελίξεις,
άρα και για την έλευση ή μη της άμεσης δημοκρατίας[vi]. Η
ιστορική εξέλιξη καθορίζεται από χιλιάδες παράγοντες σε ποικίλους συνδυασμούς
επίδρασης και το ποια κατεύθυνση θα πάρει κάθε φορά η πορεία της εξαρτάται από
τους ίδιους τους ανθρώπους. Ας μην ξεχνάμε ότι χωρίς τον άνθρωπο δε θα υπήρχε
Ιστορία. Το πραγματικό, λοιπόν, υποκείμενό της είναι αυτός κι από αυτόν
εξαρτάται η όποια αλλαγή. Διαφορετικά είναι σαν να αποδεχόμαστε είτε μια
μεταφυσική θέαση της Ιστορίας, όπου όλα αποφασίζονται από εξωκοσμικές δυνάμεις,
είτε έναν ακραίο ντετερμινισμό, σύμφωνα με τον οποίο όλα ακολουθούν μια a priori καθορισμένη πορεία,
οπότε ο άνθρωπος δεν έχει παρά να περιμένει. Μια τέτοια θεώρηση καθιστά περιττή
κι εν πολλοίς αχρείαστη την ανάπτυξη ενός κινήματος διεκδίκησης του στόχου της
άμεσης δημοκρατίας, η επίτευξη βέβαια του οποίου αφενός θα διέλθει από διάφορα
στάδια κι αφετέρου ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική. Εξάλλου, για να αποτελέσει πράγματι πολιτική
πράξη η αποχή των πολιτών από τις ψευδεπίγραφες εκλογικές διαδικασίες της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη μαζικότητα και
υψηλότερο βαθμό συνειδητότητας. Να μεταβληθεί, με άλλα λόγια, από παθητική
στάση σε ένα ενεργητικό κίνημα ανατροπής της ισχύουσας κατάστασης, με αίτημα τη
σταδιακή, πλην όμως, σταθερή μετάβαση στην άμεση δημοκρατία.
Θεωρούμε την προσέγγιση του
καθηγητή Κοντογιώργη ένα εξαιρετικό εργαλείο διαφώτισης πάνω στο ζήτημα της
δημοκρατίας, πέρα από τις όποιες διαφωνίες μας σε επιμέρους ζητήματα, που σε
τελική ανάλυση μικρή σημασία έχουν. Προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον
ανήσυχο πολιτικά πολίτη να κατανοήσει το τι σημαίνει πραγματικά δημοκρατία και
πόσο μικρός είναι ο βαθμός δημοκρατικότητας που απολαμβάνει στο σύγχρονο
πολιτικό σύστημα. Καθιστά σαφές και υπεράνω πάσης αμφιβολίας ότι η πραγματικά
δημοκρατική κοινωνία προϋποθέτει την καθολική αρμοδιότητα όλων των πολιτών για
όλες τις υποθέσεις της κοινωνίας και τη μετατροπή του «υπηκόου πολίτη» της
σύγχρονης δημοκρατίας σε «πολίτη της πολιτείας», σε πλήρες δηλαδή μέλος μιας
ολοκληρωμένης κοινωνίας.
Βαγγέλης Κάλιοσης, Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, εκδ Χρ. Δαρδανός, Αθήνα 2010, σ. 106-110.
[i] Γεώργιος Κοντογιώργης, Η
δημοκρατία ως ελευθερία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007.
[ii] Γεώργιος
Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 349, παρ.
39.
[iii] Γεώργιος Κοντογιώργης, Η
δημοκρατία ως ελευθερία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 53.
[iv] Γεώργιος Κοντογιώργης, Η
δημοκρατία ως ελευθερία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 792, 793.
[v] Γεώργιος Κοντογιώργης, Η
δημοκρατία ως ελευθερία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 668.
[vi]
Σημειωτέον, ο Κοντογιώργης δεν δέχεται τη διάκριση μεταξύ άμεσης και έμμεσης
δημοκρατίας, θεωρώντας πως στερείται νοήματος. Μάλιστα, αναπτύσσει και το εξής
χαριτωμένο όσο κι ευθύβολο επιχείρημα για να την απομειώσει: «Τα πράγματα,
στα οποία συμπεριλαμβάνεται ως φυσικό γεγονός και το πολιτικό σύστημα, είναι
“άμεσα”, δηλαδή υπαρκτά ή δεν υπάρχουν. Όπως δεν υπάρχει “έμμεσος” άνθρωπος ή
γυναίκα “εμμέσως έγκυος”, έτσι δεν είναι νοητή η “έμμεση” ύπαρξη ενός πολιτικού
συστήματος. Είτε συντρέχουν οι αρχές της δημοκρατίας είτε όχι» (Γεώργιος
Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 69).
Παρότι βρίσκουμε την επισήμανση εύστοχη, θεωρούμε πως οι όροι χρησιμοποιούνται
συμβατικά για να προσδιορίσουν συγκεκριμένες καταστάσεις και δεν αλλάζει κανείς
τις καταστάσεις μεταβάλλοντας τους όρους. Γι’ αυτό και θα επιμείνουμε
τουλάχιστον στον όρο «άμεση δημοκρατία», γιατί με αυτόν είναι πλέον
καταγεγραμμένη στη λαϊκή συνείδηση η πιο γνήσια εκδοχή της δημοκρατίας.