16 Ιανουαρίου 2020

ΧΩΡΙΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ

[Κριτική του Θανάση Σκαμνάκη στην Εφημερίδα "Πριν", στις 23 Ιουλίου 2006, για το μυθιστόρημα "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες"]

Είναι ένα απολαυστικό βιβλίο που διαβάζεται σχεδόν σαν τον Κώδικα Ντα Βίντσι Αλλά είναι απείρως πιο ουσιαστικό. Ποια είναι τα προτερήματα του βιβλίου; Είναι συναρπαστικό. Έχει μια ενδιαφέρουσα πλοκή που εξελίσσεται συστηματικά με όλες τις συνταγές ενός καλού αστυνομικού θρίλερ. Είναι εύστοχο κοινωνικά. Σχολιάζει με σοβαρότητα και σε βάθος την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας, των μέσων ενημέρωσης, της αναζήτησης του εντυπωσιασμού, την περιδίνηση γύρω από την αναζήτηση της προσωπικής επιτυχίας. Είναι καίριο πολιτικά, γιατί επικεντρώνει στο αδιέξοδο της σημερινής πολιτικής ζωής. 

Τα κύρια πρόσωπα είναι τρία. Ένας παλαίμαχος κομμουνιστής μαυροσκούφης του Άρη, διαγραμμένος από το κόμμα, σε υπαρξιακό και πολιτικό αδιέξοδο. Ένας αφελής και ανυποψίαστος μεροκαματιάρης, που δεν έχει μοίρα ούτε στον ήλιο ούτε στο σπίτι του ούτε στη δουλειά του, και έχει μόνη διέξοδο τον Ολυμπιακό. Και τέλος, ένας ευφυής νεαρός με μυστήρια προέλευση που θέλει να παίξει με την κοινωνία, τις τράπεζες και τον κατασταλτικό μηχανισμό. Ο τελευταίος αποφασίζει να ληστέψει μια τράπεζα. Οι άλλοι δύο μπλέκονται στη ληστεία από σύμπτωση, αλλά συμμετέχουν στη συνέχεια. Επιτέλους, ο πρώτος δίνει ξανά νόημα στη ζωή του. Επιτέλους, ο δεύτερος βρίσκει για μια φορά τον εαυτό του, να αντισταθεί, να ακουστεί, να εκδικηθεί τόσα χρόνια καταπίεση. Όλα αυτά ως υποκατάστατα πραγματικής δράσης και ζωής. 

Μέσα σ' αυτό το χαμό μπλέκονται οι φιλοδοξίες και η αμετροέπεια μιας δαιμόνιας ρεπόρτερ, που δίνει τα πάντα (και με κάποιες ταλαντεύσεις) για τη θεαματικότητα. Η σοβαρότητα και η ουσιαστική αναζήτηση ενός έξυπνου πλην περιθωριοποιημένου αστυνομικού. Η αγυρτεία ενός λαθρέμπορου και πρώην χίτη παπά. Σκληρή αναμέτρηση και σχόλιο για την αντιτρομοκρατία. Ίσως η πιο εύστοχη, αν και όχι άμεση, απάντηση στο όργιο της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2003. 

Όπως λέει ο γέρος κομμουνιστής στο τέλος "οι παλιοί μου διώκτες ήταν φρενιασμένοι και πίστευαν πραγματικά ότι κινδύνευαν από μένα. Αυτό τους καθιστούσε ανίσχυρους και ως ένα βαθμό ακόμα και συμπαθείς στα μάτια μου. Πάλευαν, βρε αδερφέ, για τη δική τους αλήθεια ή για το δικό τους ψέμα, δεν έχει σημασία. Αυτό από μόνο του είχε μια τιμιότητα. Ετούτοι εδώ, οι σημερινοί, είναι ευγενικοί μέχρι παρεξηγήσεως και έχουν πλήρη επίγνωση ότι είμαι παντελώς ακίνδυνος.  Ψυχρά και μεθοδικά σαν δηλητηριώδεις αράχνες υφαίνουν γύρω μου ένα ψέμα δολερό και επικίνδυνο, όχι τόσο για μένα, αλλά για όλους τους άλλους που το παρακολουθούν εκστατικοί, φοβούμενοι στ' αλήθεια ότι απειλούνται αυτοί και τα παιδιά τους  και τα παιδιά των παιδιών τους από έναν γέρο πρώην αμετανόητο κομμουνιστή και τωρινό αδίστακτο τρομοκράτη, ο οποίος έχει βαλθεί στο λίγο χρόνο που του απομένει να καταστρέψει τη χώρα, σπέρνοντας παντού τον φόβο και γαλουχώντας νέους τρομοκράτες". 

Το μυθιστόρημα είναι τόσο εύστοχο ώστε μπορούν να του συγχωρεθούν κάποιες αστοχίες στην εξέλιξη της δράσης και κάποιες αυθαιρεσίες που υποχρεώνεται να κάνει ο συγγραφέας προκειμένου να "δέσουν" τα γεγονότα. Και δεν αναφέρομαι στις εσκεμμένες και δικαιολογημένες υπερβολές στην εξέλιξη.

Και το πικρό σχόλιο για την τρομοκρατία έρχεται στο τέλος από την εξομολόγηση του πρωταγωνιστή. "Όλοι τα κατάφεραν εκτός από μένα. Αντί να γελοιοποιήσω τους εχθρούς μου, τους αναβάθμισα επιτρέποντάς τους να με εξαφανίσουν χωρίς να μπορέσω να αφήσω κανένα απολύτως στίγμα, ούτε καν αυτό του τρομοκράτη. Η απόλυτη ήττα! Προδότης και προδομένος μαζί!".

Μακάρι να είχαν την ίδια ευαισθησία και την ίδια ευστοχία και εκείνοι οι γνωστοί λογοτέχνες που αποπειράθηκαν, αλλά κατ' ουσίαν απέτυχαν, να διεισδύσουν στο περιεχόμενο και την ουσία της τρομοκρατίας, γιατί ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να εκμεταλλευτούν τη δημοσιότητα που πρόσφερε η υπόθεση της   "17 Νοέμβρη".



Δεν υπάρχουν σχόλια: