[Κριτική του "Ω", συντάκτη της στήλης "Διαβάζω τοίχους" στο λογοτεχνικό περιοδικό "Διαβάζω", στο τεύχος Ιουνίου 2006, για το μυθιστόρημα "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες"]
Άθελά μου, μιλώντας με ειλικρινή ενθουσιασμό για το βιβλίο αλλά και λόγω συγγένειας της υπόθεσης του έργου και της στήλης μου "Διαβάζω τοίχους" προκάλεσα την ανάθεση. Υπέκυψα όμως εύκολα στον πειρασμό, γιατί το μυθιστόρημα του Κάλιοση ήταν για μένα το καλύτερο βιβλίο από όλες τις κατηγορίες μυθοπλασίας, δοκιμίου, πρακτικών δικών και ρεπορτάζ που διάβασα για την τρομοκρατία, με ή χωρίς εισαγωγικά. Για να καλύψω δε τα αδιαμφισβήτητα κενά μου στην τέχνη της βιβλιοκριτικής, κατέφυγα σε ξένα δεκανίκια.
Δύο άντρες, που ένα πρωί πάνε στην τράπεζα για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, γίνονται μάρτυρες της ληστείας που διαπράττει ο νεαρός Άλκης, ο πρωταγωνιστής. Υπό την απειλή της κοντόκανης καραμπίνας του καθίστανται ακούσιοι, αρχικά, συνεργοί του. Από την πρώτη στιγμή το Ειδικό Τμήμα Ληστειών της αστυνομίας, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και τα τηλεοπτικά κανάλια επιδίδονται σε ανηλεές κυνηγητό τους για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μοναδικά τους στοιχεία τα πολιτικά συνθήματα τα οποία έχει αναγράψει από πριν ο Άλκης σε διάφορα σημεία της πόλης, με στόχο να τους εμπλέξει σε ένα δαιδαλώδες παιχνίδι εναλλασσόμενων ρόλων γάτας - ποντικιού και να τους "οδηγήσει" στην αποκάλυψη των πραγματικών του κινήτρων μέσα από τη γελοιοποίηση και την ανάδειξη της ανικανότητάς τους ως πάνοπλων και υποτίθεται ακατανίκητων κατασταλτικών μηχανισμών.
Το εύρημα των συνθημάτων - που το αρτικόλεξο τους αποκαλύπτει το κίνητρο και το όνομα του αντιεξουσιαστή ληστή, που οικογενειακά προέρχεται από τα σπλάχνα της άρχουσας τάξης - είναι ευφυές και από μόνο του γεννά εναλλακτικές δυνατότητες κινηματογραφικής πλοκής.
Το ύφος του είναι απλό και καθημερινό, η γλώσσα του ζωντανή, ρέουσα, προσεγμένη και επιλεγμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσιδιάζει κατά το δυνατό στον κάθε ήρωα, αλλά ταυτόχρονα να συνάδει και στο ύφος του αφηγητή. Οι διάλογοι διέπονται από ικμάδα, η περιγραφή από παραστατικότητα και η αφήγηση από φαντασία και σαφήνεια. Υπάρχουν στιγμές που οι περιγραφές των καταστάσεων είναι παραληρηματικές και το γέλιο σου βγαίνει αβίαστα.
Η εξέλιξη της πλοκής είναι συμμετρική, δημιουργεί σασπένς και κατορθώνει να σου κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα. Υπήρχαν στιγμές που μου ερχόταν να πηδήξω κεφάλαια για να δω την εξέλιξη της συνέχειας μιας ενδιάμεσης φάσης.
Επειδή το κίνητρο και ο στόχος του πρωταγωνιστή είναι περισσότερο η προσωπική εκδίκηση των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, γι' αυτό και η λύση του δράματος είναι οπερετικού χαρακτήρα και τελικά κινείται εντός των ορίων του συστήματος, υπογραμμίζοντας ότι το ίδιο το σύστημα, όταν πρόκειται για τα δικά του παιδιά, μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι μεγαλόψυχο και να συγχωρεί. Από μια άλλη άποψη, το τέλος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "συνιστώμενο", αφού η ίδια η εξέλιξη της πλοκής αφήνει περιθώρια να φανταστεί ο καθένας το δικό του τέλος. Οι μυθιστορηματικοί του ήρωες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που απαντώνται σε όλη τη νεότερη ελληνική ιστορία από τον Εμφύλιο και μετά. Χαρακτήρες της καθημερινότητας που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τα ωφελιμιστικά όρια των προσωπικών τους οραμάτων και που, όταν οι συμπτώσεις τους σουτάρουν για κάποιο λόγο στο προσκήνιο της επικαιρότητας, μας κάνουν να πέφτουμε από τα σύννεφα. Τους μεταμορφώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη από φιλήσυχα, αδιάφορα πολιτικά υποκείμενα σε ευκαιριακούς "αδίστακτους τρομοκράτες", έτοιμους να τρομοκρατήσουν τους πραγματικούς επαγγελματίες τρομοκράτες, αυτούς που, ως επίσημοι κλειδοκράτορες του φόβου, τους τρομοκρατούν μια ζωή.
Ο Κάλιοσης, με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου, κατορθώνει να περιγράψει το γιατί και το πώς κάποιοι, ξεκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και εμπειρίες ζωής, εξαναγκάζονται από τα γεγονότα και τις καταστάσεις να αποβάλουν τις αυταπάτες τους, να αποκτήσουν ξαφνικά μια αυτογνωσία που πριν δεν τη φαντάζονταν, να διεισδύουν στα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας αυτού που μέχρι πριν δεν γνώριζαν καν, να συνδεθούν μαζί του συναισθηματικά και τελικά να οδηγηθούν σε έναν κοινό στόχο: Στην προσπάθεια μετάλλαξης ή έστω εκδίκησης αυτού που μέχρι πρότινος τους καταπίεζε μεν, τους βόλευε δε.
Χάρηκα δε, που και ο φίλος μου Δ.Π. κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα. Σε ένα από τα πολλά e-mail που ανταλλάξαμε μου έγραψε:
"Στο μικρόκοσμο του Κάλιοση η έννοια της ληστείας, όπως διαπράττεται με τους συγκεκριμένους τρεις πρωταγωνιστές, συμπίπτει με την έννοια της διασάλευσης και με την αναρχική σημασία της αταξίας. Όπως διαφαίνεται, σημασία δεν έχει τελικά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας αλλά η πράξη αυτή καθαυτή. Οι ήρωές του δεν συνευρίσκονται λόγω ιδεολογικής ταύτισης η εξαιτίας της κοινωνικής τους προέλευσης. Συνασπίζονται κυρίως, επειδή ετεροκαθορίζονται από κοινούς ταξικούς εχθρούς και μέσα από τη σύγκρουση μ' αυτούς οδηγούνται προς τη συλλογική τους αυτοπραγμάτωση. Με τη γλαφυρή και κωμική παρουσίαση της δράσης της αστυνομίας, της στάσης της Εκκλησίας και της λειτουργίας των ΜΜΕ, ο συγγραφέας κατορθώνει να γελοοιοποιήσει τους μηχανισμούς αντίδρασης των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων σε καταστάσεις κρίσης, να απομυθοποιήσει στο ευρύ κοινό τους φορείς της εξουσίας και συγχρόνως να τους απογυμνώσει από το ανθρωπιστικό τους περικάλυμμα."
Θα τολμούσα να προτείνω την υιοθέτηση του βιβλίου ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας, ιδιαίτερα στα νέα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, στις ιερατικές σχολές της Εκκλησίας της Ελλάδος και στις σχολές δημοσιογραφίας όλων των βαθμίδων. Επίσης είναι χρήσιμο δώρο στους βουλευτές μας...
Του Ω
Άθελά μου, μιλώντας με ειλικρινή ενθουσιασμό για το βιβλίο αλλά και λόγω συγγένειας της υπόθεσης του έργου και της στήλης μου "Διαβάζω τοίχους" προκάλεσα την ανάθεση. Υπέκυψα όμως εύκολα στον πειρασμό, γιατί το μυθιστόρημα του Κάλιοση ήταν για μένα το καλύτερο βιβλίο από όλες τις κατηγορίες μυθοπλασίας, δοκιμίου, πρακτικών δικών και ρεπορτάζ που διάβασα για την τρομοκρατία, με ή χωρίς εισαγωγικά. Για να καλύψω δε τα αδιαμφισβήτητα κενά μου στην τέχνη της βιβλιοκριτικής, κατέφυγα σε ξένα δεκανίκια.
Δύο άντρες, που ένα πρωί πάνε στην τράπεζα για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, γίνονται μάρτυρες της ληστείας που διαπράττει ο νεαρός Άλκης, ο πρωταγωνιστής. Υπό την απειλή της κοντόκανης καραμπίνας του καθίστανται ακούσιοι, αρχικά, συνεργοί του. Από την πρώτη στιγμή το Ειδικό Τμήμα Ληστειών της αστυνομίας, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και τα τηλεοπτικά κανάλια επιδίδονται σε ανηλεές κυνηγητό τους για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μοναδικά τους στοιχεία τα πολιτικά συνθήματα τα οποία έχει αναγράψει από πριν ο Άλκης σε διάφορα σημεία της πόλης, με στόχο να τους εμπλέξει σε ένα δαιδαλώδες παιχνίδι εναλλασσόμενων ρόλων γάτας - ποντικιού και να τους "οδηγήσει" στην αποκάλυψη των πραγματικών του κινήτρων μέσα από τη γελοιοποίηση και την ανάδειξη της ανικανότητάς τους ως πάνοπλων και υποτίθεται ακατανίκητων κατασταλτικών μηχανισμών.
Το εύρημα των συνθημάτων - που το αρτικόλεξο τους αποκαλύπτει το κίνητρο και το όνομα του αντιεξουσιαστή ληστή, που οικογενειακά προέρχεται από τα σπλάχνα της άρχουσας τάξης - είναι ευφυές και από μόνο του γεννά εναλλακτικές δυνατότητες κινηματογραφικής πλοκής.
Το ύφος του είναι απλό και καθημερινό, η γλώσσα του ζωντανή, ρέουσα, προσεγμένη και επιλεγμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσιδιάζει κατά το δυνατό στον κάθε ήρωα, αλλά ταυτόχρονα να συνάδει και στο ύφος του αφηγητή. Οι διάλογοι διέπονται από ικμάδα, η περιγραφή από παραστατικότητα και η αφήγηση από φαντασία και σαφήνεια. Υπάρχουν στιγμές που οι περιγραφές των καταστάσεων είναι παραληρηματικές και το γέλιο σου βγαίνει αβίαστα.
Η εξέλιξη της πλοκής είναι συμμετρική, δημιουργεί σασπένς και κατορθώνει να σου κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα. Υπήρχαν στιγμές που μου ερχόταν να πηδήξω κεφάλαια για να δω την εξέλιξη της συνέχειας μιας ενδιάμεσης φάσης.
Επειδή το κίνητρο και ο στόχος του πρωταγωνιστή είναι περισσότερο η προσωπική εκδίκηση των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, γι' αυτό και η λύση του δράματος είναι οπερετικού χαρακτήρα και τελικά κινείται εντός των ορίων του συστήματος, υπογραμμίζοντας ότι το ίδιο το σύστημα, όταν πρόκειται για τα δικά του παιδιά, μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι μεγαλόψυχο και να συγχωρεί. Από μια άλλη άποψη, το τέλος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "συνιστώμενο", αφού η ίδια η εξέλιξη της πλοκής αφήνει περιθώρια να φανταστεί ο καθένας το δικό του τέλος. Οι μυθιστορηματικοί του ήρωες είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που απαντώνται σε όλη τη νεότερη ελληνική ιστορία από τον Εμφύλιο και μετά. Χαρακτήρες της καθημερινότητας που αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από τα ωφελιμιστικά όρια των προσωπικών τους οραμάτων και που, όταν οι συμπτώσεις τους σουτάρουν για κάποιο λόγο στο προσκήνιο της επικαιρότητας, μας κάνουν να πέφτουμε από τα σύννεφα. Τους μεταμορφώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη από φιλήσυχα, αδιάφορα πολιτικά υποκείμενα σε ευκαιριακούς "αδίστακτους τρομοκράτες", έτοιμους να τρομοκρατήσουν τους πραγματικούς επαγγελματίες τρομοκράτες, αυτούς που, ως επίσημοι κλειδοκράτορες του φόβου, τους τρομοκρατούν μια ζωή.
Ο Κάλιοσης, με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου, κατορθώνει να περιγράψει το γιατί και το πώς κάποιοι, ξεκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και εμπειρίες ζωής, εξαναγκάζονται από τα γεγονότα και τις καταστάσεις να αποβάλουν τις αυταπάτες τους, να αποκτήσουν ξαφνικά μια αυτογνωσία που πριν δεν τη φαντάζονταν, να διεισδύουν στα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας αυτού που μέχρι πριν δεν γνώριζαν καν, να συνδεθούν μαζί του συναισθηματικά και τελικά να οδηγηθούν σε έναν κοινό στόχο: Στην προσπάθεια μετάλλαξης ή έστω εκδίκησης αυτού που μέχρι πρότινος τους καταπίεζε μεν, τους βόλευε δε.
Χάρηκα δε, που και ο φίλος μου Δ.Π. κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα. Σε ένα από τα πολλά e-mail που ανταλλάξαμε μου έγραψε:
"Στο μικρόκοσμο του Κάλιοση η έννοια της ληστείας, όπως διαπράττεται με τους συγκεκριμένους τρεις πρωταγωνιστές, συμπίπτει με την έννοια της διασάλευσης και με την αναρχική σημασία της αταξίας. Όπως διαφαίνεται, σημασία δεν έχει τελικά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας αλλά η πράξη αυτή καθαυτή. Οι ήρωές του δεν συνευρίσκονται λόγω ιδεολογικής ταύτισης η εξαιτίας της κοινωνικής τους προέλευσης. Συνασπίζονται κυρίως, επειδή ετεροκαθορίζονται από κοινούς ταξικούς εχθρούς και μέσα από τη σύγκρουση μ' αυτούς οδηγούνται προς τη συλλογική τους αυτοπραγμάτωση. Με τη γλαφυρή και κωμική παρουσίαση της δράσης της αστυνομίας, της στάσης της Εκκλησίας και της λειτουργίας των ΜΜΕ, ο συγγραφέας κατορθώνει να γελοοιοποιήσει τους μηχανισμούς αντίδρασης των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων σε καταστάσεις κρίσης, να απομυθοποιήσει στο ευρύ κοινό τους φορείς της εξουσίας και συγχρόνως να τους απογυμνώσει από το ανθρωπιστικό τους περικάλυμμα."
Θα τολμούσα να προτείνω την υιοθέτηση του βιβλίου ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα στις σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας, ιδιαίτερα στα νέα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, στις ιερατικές σχολές της Εκκλησίας της Ελλάδος και στις σχολές δημοσιογραφίας όλων των βαθμίδων. Επίσης είναι χρήσιμο δώρο στους βουλευτές μας...
Του Ω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου