(Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό "Άπειρος Χώρα", τ.217)
Αν αναζητήσουμε την πιο παραμορφωμένη έννοια των νεότερων χρόνων, αυτή δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι άλλη από εκείνη του «έθνους». Μοιάζει με έννοια transformer που μετασχηματίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις και στο όνομά της ασκούνται εξουσίες, εξαγνίζονται πόθοι, καθαγιάζονται εγκλήματα.
Αν αναζητήσουμε την πιο παραμορφωμένη έννοια των νεότερων χρόνων, αυτή δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι άλλη από εκείνη του «έθνους». Μοιάζει με έννοια transformer που μετασχηματίζεται ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις και στο όνομά της ασκούνται εξουσίες, εξαγνίζονται πόθοι, καθαγιάζονται εγκλήματα.
Ως εκ τούτου, για να επιχειρήσει
κανείς μια στοιχειωδώς σοβαρή προσέγγιση και κατ’ επέκταση δημόσια συζήτηση
περί έθνους, θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσει ποιο περιεχόμενο αποδίδει στην
έννοια. Υπάρχει η άποψη που κυριάρχησε στο φαντασιακό πολλών γενεών και
υποστηρίζεται αφελώς ή εκ του πονηρού και σήμερα από εθνολαϊκιστικούς κύκλους
και ακροδεξιά μορφώματα περί αιματολογικής συγγένειας των ομοεθνών,
διατηρημένης αδιατάρακτα μέσα στο χρόνο παρά την πολλαπλές ιστορικά
αποδεδειγμένες επιμειξίες, που δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για
να την απορρίψει. Η πλέον διαδεδομένη, ωστόσο, θεώρηση περί έθνους πηγάζουσα
από τον Διαφωτισμό, υποστηριζόμενη από όλες σχεδόν τις πτέρυγες του
κοινοβουλευτικού τόξου, δεξιές και αριστερές, και με βαθιά εγχάραξη στις
σύγχρονες συνειδήσεις είναι εκείνη της νεοτερικότητας, σύμφωνα με την οποία «η
σύγχρονη έννοια της λέξης δεν είναι παλαιότερη από το δέκατο όγδοο αιώνα», όπως
μας διαβεβαιώνει ο εκ των διαπρεπέστερων υποστηρικτών της Βρετανός ιστορικός
Έρικ Χομπσμπάουμ[i].
Η αντίληψη αυτή ταυτίζει το έθνος με το κράτος και εδράζεται στο δόγμα «ένα
κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία, μία ιστορία». Αν τη δεχτούμε, όμως, πώς
μπορούμε να εξηγήσουμε ότι το ίδιο ακριβώς δόγμα εξήγγειλε πολλούς αιώνες πριν
ο Ιουστινιανός για να σφυρηλατήσει την ενότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή
τον ισοκράτειο ορισμό του Έλληνα ως του «μετέχοντος της ελληνικής παιδείας»;
Πώς είναι δυνατόν να λογίζεται ως ένα Έθνος το ισπανικό με τρεις ομιλούσες
γλώσσες (ισπανική, βαλενσιανική, βασκική) ή το ιρλανδικό με δύο θρησκευτικά
δόγματα (καθολικισμός, προτεσταντισμός) ή οι ΗΠΑ με την εθνοτική τους
πανσπερμία; Το αδιέξοδο είναι προφανές!
Με ένα τρόπο δύναται να το υπερβεί
κανείς: αν αντιληφθεί το έθνος ως συλλογική ταυτότητα, που ορίζει ένα
πολιτισμικό γεγονός από το οποίο συγκροτείται μια συνείδηση κοινωνίας και
καθορίζεται ο βαθμός ελευθερίας της. Υπό αυτή την έννοια, το έθνος, όπως και
κάθε άλλη ατομική ή συλλογική ταυτότητα αποτελεί συστατικό γνώρισμα κάθε ανθρωποκεντρικής
κοινωνίας και δεν υπόκειται σε χρονικούς, αξιολογικούς ή άλλους, παρά μόνο σε
κοσμοσυστημικούς, περιορισμούς. Άρα, όπως ορθότατα επισημαίνει ο εκφραστής
αυτής της οπτικής Γιώργος Κοντογιώργης[ii],
«τεχνητή κατασκευή δεν είναι το έθνος ως συλλογική ταυτότητα, αλλά η ιδέα ότι
το έθνος αποτελεί δημιούργημα του νεότερου κράτους και ανήκει σ’ αυτό, αντί
στην κοινωνία». Με πιο απλά λόγια την εθνική ταυτότητα ως πολιτισμική έννοια τη
φέρει κάθε άνθρωπος μέλος μιας θεσμιμένης κοινωνίας εν ελευθερία, είτε αυτή
βιώνει την ελευθερία μερικά ως σύνολο ατομικών δικαιωμάτων, όπως η σύγχρονη
δυτική, είτε καθολικά σε ατομικό, οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό επίπεδο,
όπως επί παραδείγματι η αθηναϊκή του 5ου και του 4ου π.Χ.
αιώνα.
Όταν κανείς ξεκαθαρίσει τι εστί
έθνος και θεαθεί το παλίμψηστο της ανθρωπότητας με καθαρό μάτι, είναι πάρα πολύ
εύκολο κατόπιν να κατανοήσει τις αιτίες και τα κίνητρα όλων των αποκλίσεων –
όσων περιλαμβάνονται στον τίτλο του παρόντος άρθρου και πολλών άλλων
ενδεχομένως -, που συνοψίζονται αντίστοιχα στο τεράστιο γνωσιολογικό έλλειμμα
και τη συνακόλουθη σύγχυση από τη μια, δολιότητα από την άλλη.
Έτσι, εθνοπατέρες και εθνοκάπηλοι
υπήρξαν τα τελευταία διακόσια χρόνια και εξακολουθούν να είναι όλοι εκείνοι που
στο όνομα του έθνους ασκούν την εξουσία τους στην κοινωνία, εκτιμώντας κατά το
δοκούν ή το ίδιον συμφέρον τι είναι εθνικά ωφέλιμο κάθε φορά για αυτή χωρίς
ποτέ να τη ρωτούν, παρότι είναι εκείνη που υφίσταται το κόστος των αποφάσεων
τους. Αυτοί, δηλαδή, που έκαναν τον σπουδαίο διανοητή Γεράσιμο Κακλαμάνη[iii]
να αναρωτηθεί σκωπτικά «αν οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος, τότε τι
αντιπροσωπεύουν οι ποιητές, οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς και οι
καλλιτέχνες;».
Ο εθνομηδενισμός από την άλλη
εκπορεύεται από δύο φαινομενικά αντίρροπες τάσεις, εκ των οποίων η μία είναι
δόλια και η άλλη απλά αφελής και ανιστόρητη. Ο δόλιος εθνομηδενισμός ξεπηδά
μέσα από τον τεχνητό χυλό της Διεθνούς των Αγορών και ο αφελής απ’ όλους
εκείνους τους παραζαλισμένους αυτοαποκαλούμενους αριστερούς που υποτίθεται ότι
την αντιμάχονται. Η στόχευση των πρώτων είναι προφανής, η πλάνη των δεύτερων εκ
πρώτοις τουλάχιστον δυσεξήγητη. Πώς είναι δυνατόν να παραβλέπουν την Πασιονάρια[iv]
να περιγράφει στα απομνημονεύματά της ότι «χιλιάδες πολίτες κατεβαίνουν στους
δρόμους με πατριωτική ανησυχία» στον Ισπανικό Εμφύλιο, ή τον μεγάλο καπετάνιο
της Αντίστασης Άρη Βελουχιώτη[v] να
ξεκινάει τον περίφημο λόγο του στη Λαμία με την πρόταση «Κάποτε η γωνιά αυτή
της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε
έναν πολιτισμό, όπου επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να
θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο», για να διαβεβαιώσει το ακροατήριό του λίγο μετά
πως «την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε» και να συνεγείρει εν τέλει ενάμισι
εκατομμύριο Έλληνες σε ένα απαράμιλλο αντιστασιακό έπος. Ή μήπως θεωρούν
εθνικιστή τον πέραν πάσης αμφιβολίας αριστερό Βασίλη Ραφαηλίδη[vi]
που σημειώνει ότι στην περίοδο του Καποδίστρια «όλοι όσοι κατοικούν σ’ αυτόν
τον τόπο αισθάνονται Έλληνες».
Με λίγα λόγια, το να αισθάνεται κανείς
Έλληνας, Γάλλος ή Κογκολέζος είναι αυτονόητο και τόσο φυσιολογικό όσο η ανάσα
του. Όλα τα άλλα είναι εθνικισμοί ή το αντίθετό τους.
Βαγγέλης Κάλιοσης
Ιστορικός - Συγγραφέας
Ιστορικός - Συγγραφέας
[ii] Γ. Κοντογιώργης, Περί έθνους και ελληνικής
συνέχειας, Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 2011.
[iii] Γ. Κακλαμάνης, Η Ελλάς ως κράτος δικαίου,
Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1990.
[iv] Ν. Ιμπαρούρι (Πασιονάρια), Απομνημονεύματα,
Εκδόσεις Ανθολογία, Αθήνα 1990.
[v] Δ. Γληνός, Άρης Βελουχιώτης, Εκδόσεις
Στοχαστής, Αθήνα 2016.
[vi] Β. Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του
νεοελληνικού κράτους 1830-1974, Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου